Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή
μια `πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
μια `πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του `λεγαν: Στοχάσου.
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του `λεγαν: Στοχάσου.
*
Κ.Χ.Μύρης – Γ.Μαρκόπουλος – Ν.Ξυλούρης
bluebig.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου