Ο Άνθρωπος
Ο εξυγιαίνων τον κόσμο, ο θεραπεύων τας αμαρτίας πάσας,
ο ήλιος, έχει αποθέσει την παλάμη του στην κεφαλή μου.
Η ευσεβεστέρα των καλογραιών, η νύχτα, έχει καλύψει με το
πέπλο της τους ώμους μου.
Ασπάζομαι το χιλιοσέλιδο Ευαγγέλιο του έρωτά μου.
Στον έρωτα ανυψώνω την οδυνηρή και ηχηρή δέησή μου,
η ψυχή μου
μιαν άλλην έλευση αναμένει
ακούω
γη, το
“Νυν απολύεις!” σου.
Στην κιβωτό της νύχτας
καινούριος Νώε
περιμένω
το σκοτεινότριχο περιβλημένος κύμα
ότι θαρθούν
να με ζητήσουν
ότι θα κόψει η αυγή με τις ρομφαίες της
τον γήινο λώρο.
Έρχεται
Έφτασε
Νάτην ξεδιπλωμένη
Οι ακτίνες της παντού
Αποκαθαίρουν
Οι βόστρυχοι των ακτίνων τραγουδούν
και οι μέρες ήρεμα γλιστρούν εκεί
μ όλο το κέλυφος της ταραχής τους.
Α, ο ήλιος πάλι.
Καλεί τους λοχαγούς του της φωτιάς.
Η αυγή χτυπάει το τύμπανο.
Εμπρός,
ενάντια στην επίγεια τούτη λάσπη
Ήλιε!
Θα λησμονήσεις
τον εξάγγελό σου;
* Η γέννηση του Μαγιακόβσκη
Οι ηλίθιοι ιστορικοί, ενθαρρυμένοι από τους σύγχρονους,
ας γράψουν αν θέλουν: “Αυτός ο αξιοσημείωτος ποιητής έζησε
μιαν ανιαρή ζωή, χωρίς ενδιαφέρον.”
Ξέρω
πως οι αμαρτωλοί
βογκώντας μες στην κόλαση
δεν θα επικαλεστούνε το όνομά μου.
Στων ιερέων τα χειροκροτήματα
η αυλαία μου δε θα πέσει μπρος στο Γολγοθά.
Θα πάω απλά-απλά
να πάρω τον καφέ μου
στο Θερινό Κήπο.
ο ήλιος, έχει αποθέσει την παλάμη του στην κεφαλή μου.
Η ευσεβεστέρα των καλογραιών, η νύχτα, έχει καλύψει με το
πέπλο της τους ώμους μου.
Ασπάζομαι το χιλιοσέλιδο Ευαγγέλιο του έρωτά μου.
Στον έρωτα ανυψώνω την οδυνηρή και ηχηρή δέησή μου,
η ψυχή μου
μιαν άλλην έλευση αναμένει
ακούω
γη, το
“Νυν απολύεις!” σου.
Στην κιβωτό της νύχτας
καινούριος Νώε
περιμένω
το σκοτεινότριχο περιβλημένος κύμα
ότι θαρθούν
να με ζητήσουν
ότι θα κόψει η αυγή με τις ρομφαίες της
τον γήινο λώρο.
Έρχεται
Έφτασε
Νάτην ξεδιπλωμένη
Οι ακτίνες της παντού
Αποκαθαίρουν
Οι βόστρυχοι των ακτίνων τραγουδούν
και οι μέρες ήρεμα γλιστρούν εκεί
μ όλο το κέλυφος της ταραχής τους.
Α, ο ήλιος πάλι.
Καλεί τους λοχαγούς του της φωτιάς.
Η αυγή χτυπάει το τύμπανο.
Εμπρός,
ενάντια στην επίγεια τούτη λάσπη
Ήλιε!
Θα λησμονήσεις
τον εξάγγελό σου;
* Η γέννηση του Μαγιακόβσκη
Οι ηλίθιοι ιστορικοί, ενθαρρυμένοι από τους σύγχρονους,
ας γράψουν αν θέλουν: “Αυτός ο αξιοσημείωτος ποιητής έζησε
μιαν ανιαρή ζωή, χωρίς ενδιαφέρον.”
Ξέρω
πως οι αμαρτωλοί
βογκώντας μες στην κόλαση
δεν θα επικαλεστούνε το όνομά μου.
Στων ιερέων τα χειροκροτήματα
η αυλαία μου δε θα πέσει μπρος στο Γολγοθά.
Θα πάω απλά-απλά
να πάρω τον καφέ μου
στο Θερινό Κήπο.
…………………………….
Τέλος
για να μπορώ
να μεταμορφώνω σε θέρος
τους χειμώνες
και το νερό σε κρασί
κάτω από το τρίχωμα του γιλέκου μου
πάλλει
μια εξαίσια μικρή σφαίρα.
Χτυπάει δεξιά; -ένας γάμος
Χτυπάει αριστερά; -ρίγη αντικατοπτρισμών.
Τι άλλο ακόμη
να στρώσω χάμω για τον έρωτα;
Ποιος θάρθει να ξαπλώσει
μεθυσμένος
φορώντας ένα προσωπείο νύχτας;
- Η ζωή του Μαγιακόβσκη
σέρνω τον καθημενινό ζυγό μου.
Καβάλλα
πάνω στο μυαλό μου
“Ο Νόμος” έχει θρονιαστεί.
Μια αλυσσίδα κυκλώνει την καρδιά μου:
” Η Θρησκεία “
Πέρασε πια η μισή ζωή, αδύνατο να το αποφύγεις.
Παντού οι φανοστάτες σε κατασκοπεύουν μ αναρίθμητα μάτια.
Είμαι φυλακισμένος.
Δε μπορεί τίποτα να μ απελευθερώσει.
Η γη η καταραμένη με κρατάει στα σίδερα της.
Όλους σας να σας λούσει ο έρωτας μου θάφτανε
όμως τα σπίτια περιφράζουν τον ωκεανό του.
Φωνάζω
μα δεν είναι
παρά μονάχα των κλειδιών ο θόρυβος
Ο μορφασμός του δεσμοφύλακα.
Μου πετάει
στην αιχμή μιας ακτίνας
ένα κομμάτι σάπιο κρέας.
Καγχάζουν
κι εγώ πλανιέμαι
μέσα στο παραλήρημα, μέσα στον πυρετό.
Η γη, μια σιδερένια σφαίρα καταδίκου
βροντοχτυπάει
στο πόδι μου αλυσσοδεμένη.
………………………….
Τον χρυσό μόσχο των αυτοκρατοριών κλονίζουνε οι επαναστάσεις
το ανθρώπινο κοπάδι αλλάζει μακελάρη,
όμως εσένανε,
άρχοντα των καρδιών μη εστεμμένε
καμιά ανταρσία δε σε αγγίζει.
- Τα πάθη του Μαγιακόβσκη
Εσύ; Το μάτι μου πιτσιλισμένο μ αίμα.
Φλογίζεται
καθώς το κόκκινο φανάρι των μπορντέλων.
Γιατί εσύ;
Σταμάτα
Ξέρω γλυκύτερες χαρές
Το δάσος το υπεροπτικό των βλεφαρίδων της δε σάλεψε.
Στάσου
Εκείνη έχει περάσει κιόλας
Κ εκείνος, νά τονε δεσπόζοντας επάνω απ τα κεφάλια.
……………………….
* Η ανάληψη του Μαγιακόβσκη
Αυτά τα μάτια εξακοντίζουν βέλη.
Κάνε να σβήσει τούτο το χαμόγελο.
Η καρδιά ρέπει προς το ρεβόλβερ.
Το λαρύγγι ονειρεύεται το ξυράφι.
Σ ένα ασυνάρτητο δαιμονιακό παραλήρημα
η νοσταλγία μου μεγαλώνει.
Μ ακολουθεί
με τραβάει προς τα νερά
ή προς της στέγης την κατηφοριά.
Τριγύρω χιόνι, χιόνι.
Έφοδος χιονιού
που όλο συστρέφεται κι όλο παγώνει
και στον πάγο πάνω
πέφτει
πάλι,
ακίνητο σμαράγδι.
Όλη η ψυχή ριγεί
από τους πάγους πολιορκημένη
χωρίς καμιά διαφυγή.
……………………..
Οι σκέψεις μου όλο μεγαλώνουν
μπερδεύονται
σαν κέρατα
ταράνδων.
Τα δάκρυά μου ρυπαίνουν
το χώμα
Φαρδύς-πλατύς πλαγιασμένος
εκλιπαρώ τον απωλεσμένο μου παράδεισο.
- Ο Μαγιακόβσκη στον ουρανό
επάνω σ ένα σύννεφο ακουμπάω
το φορτίο
των αποσκευών μου
και του κουρασμένου σώματός μου.
Θαυμάσιος τόπος όπου φτάνω πρώτη μου φορά
Κοιτάζω ολόγυρα.
Λοιπόν
ετούτη η επιφάνεια η καλοσυγυρισμένη
ο πολυύμνητος είναι ουρανός
Θα δούμε.
…………………………..
Η βασική αποθήκη όλων των εφικτών ακτίνων.
Το μέρος όπου ρίχνουν τα καμένα αστέρια.
Ένα παμπάλαιο σχέδιο,
δεν ξέρεις τίνος
το πρώτο, το αποτυχημένο, προσχέδιο της φάλαινας.
……………………………
Απέραντη γαλήνη.
Μένω πλαγιασμένος
στα ρηχά μιας φεγγοαχτίδας
χαυνώνοντας τη συγκίνησή μου με τ όνειρο
καθώς σε μιαν ακρογιαλιά του νότου.
Νιώθω μονάχα
κάπως περισσότερο αποναρκωμένος.
Επάνω μου κυλούν,
λούζοντάς με με χάδια
οι θάλασσες της αιωνιότητας.
- Η επιστροφή του Μαγιακόβσκη
Όρθιος
Αρκεί
Κοίτα τον ήλιο
Θα μείνεις για καιρό βουβός
Ψελλίζω αγουροξυπνημένος:
“ποιος μουγκρίζει;
ποιος τολμάει να κάνει εντός μου την καρδιά μου να βομβίζει;”
Ξυπνούν λησμονημένοι πόθοι στην καρδιά μου
και το μυαλό μου
άρρωστο
χίμαιρες χτίζει.
Τώρα
πάνω στη γη, το δίχως άλλο,
όλα καινούργια θάναι.
Θάχουνε πάρει τα χωριά το βάρος τους από την άνοιξη αρωματισμένη.
Η κάθε πολιτεία το δίχως άλλο θάναι φωταγωγημένη.
Τα πάντα θάναι ένα τραγούδι μιας χαρούμενης φαμίλιας
που τα μάγουλά της λάμπουν
…………………………..
Ξέσαρκο το κοπάδι
έχει κ εκείνο
τις μελαγχολίες του.
Αλλά η μανία του πλάνητα αντηχεί και πάλι.
Ποιος μπορεί να ξεμπλέξει το υπόγειο κουβάρι των τούνελ;
Ποιος θα τους σταματήσει εκείνους
που το αεροπλάνο τους
τρυπανίζει τη συνέχεια
που φορτίζει τον αέρα;
Και πάντοτε το ίδιο κείνο φαλακρό υποκείμενο
αόρατο, τους οδηγεί
ο μέγας του επιγείου κανκάν χοροδιδάσκαλος
άλλοτε κάτω από τη μορφή κάποιας ιδέας
άλλοτε διάβολος
άλλοτε θεός λαμποκοπώντας πίσω από τα νέφη του.
- Ο Μαγιακόβσκη στους αιώνες
Γιατί;
Τρέχω προς όλα τα σημεία
ανάμεσα στο ανθρώπινο σμήνος
που βομβίζει.
Τα μάτια μου διατρέχουν τα παράθυρα-κυψέλες.
Επίπονος τούς είναι ο Ιούλιος
ξένος
απεχθής.
Η πολιτεία σβήνει τις βιτρίνες της
και τα παράθυρά της
…………………….
Νεκρός από Ιούλιο.
Πυρακτωμένος, στερημένος από νύχτα.
Το παραλήρημα του σ ένα φευγαλέο μουρμούρισμα διαφεύγει.
Σε λίγο περνάει ο σταυρός ενός νοσοκομειακού αυτοκινήτου,
σε λίγο ακούγεται ένας πυροβολισμός.
Με το λαιμό πιασμένο στη θηλειά των ακτίνων
θα συρθώ ανάμεσα στο φλεγόμενο θέρος.
Αιώνες έρωτα
σα χειροπέδες
κουδουνίζουν στα χέρια μου
Τα πάντα θα χαθούνε,
θα εκμηδενιστούνε
κ εκείνος
που κινεί ζωή
θα χρησιμοποιήσει την ύστατη ακτίνα
του ύστατου ήλιου
ενάντια στο σκοτάδι των πλανητών
κι απομένει μοναχός
ο πόνος μου
ο πιο οξύς.
Ζωσμένος φλόγες
μένω
πάνω στην άσβεστη πυρά
του ακατόρθωτου έρωτα.
- Τέλος
δέξου και πάλι
μες στον κόρφο σου
τον πλανήτα!
Όμως τώρα σε ποιόν ουρανό,
Σε ποιό άστρο να οδεύσω:
Κάτω μου
ο κόσμος
κ’ οι χιλιάδες εκκλησίες του
έχουν αρχίσει
την νεκρώσιμον ακολουθία.
Ο ΑΥΤΟΑΓΑΠΩΜΕΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΦΙΕΡΩΝΕΙ ΤΟΥΤΕΣ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ
Δυο φράσειςσα δυο χτυπήματα βαριά:
Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι – τα του Θεού τω Θεώ.
Όμως εγώ
τέτοιος που είμαι
ποια μονιά τάχα μου προορίστηκε;
Αν ήμουνα
μικρός
σαν το μεγάλο ωκεανό,
στ’ ακροδαχτύλια των κυμάτων μου θα υψωνόμουν,
με την παλίρροιά μου να χαϊδεύω τη σελήνη.
Πού να ‘βρω εγώ την ερωμένη εκείνη
πού να ‘ναι στα δικά μου μέτρα;
Δε θ’ άντεχε σ’ αυτόν το μικροσκοπικό ουρανό.
Αν ήμουνα φτωχός σαν ένας
εκατομμυριούχος.
Αλλά η ψυχή τα χρήματα χλευάζει:
πάντα ένας κλέφτης κατοικεί εκεί μέσα ακόρεστος.
Για την αφηνιασμένη ορδή των επιθυμιών μου,
όλων των Καλιφορνιών δε θα ‘φτανε ο χρυσός.
Εάν αδέξια ήταν η γλώσσα μου καθώς
του Δάντη
ή του Πετράρχη!
Σκέψου, ν’ ανάβει την ψυχή του μοναχά για μιαν,
όλους τους στίχους του για κείνην να ξοδεύει!
Τα λόγια μου
κι ο έρωτάς μου
είναι μια αψίδα θριάμβου, να:
κάτω της σε μεγάλη ακολουθία
παρελαύνουν ατέλειωτη σειρά
οι ερωμένες όλων των αιώνων.
Αν ήμουν σιωπηλός
καθώς ο κεραυνός
μ’ ένα μονάχα βρυχηθμό,
θα τράνταζα την ετοιμόρροπη της γης μονή.
Μα αν η πελώρια μου φωνή
ουρλιάξει μ’ όλη της τη δύναμη
τότε συστρέφοντας τα πύρινά τους χέρια οι κομήτες
απ’ την απελπισία τους θα συντρίβονταν.
Αν των ματιών μου οι ακτίνες κατατρώγανε τη νύχτα,
αν ήμουνα θαμπός
όπως ο ήλιος!
Δουλειά δικιά μου
να ποτίζω με φως
τον αχαμνό κόρφο της γης, δω χάμου.
Θα περάσω
σέρνοντας τον τεράστιο έρωτά μου.
Από ποια νύχτα,
έξαλλη,
πυρετική,
ποιοι Γολιάθ μ’ έχουν συλλάβει
τόσο μεγάλον
κι ανώφελον τόσο
Eπίκαιροι Aμίλητοι
Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες περί δημοκρατικής τάξης,ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο
κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά το πρόσωπο το φτυμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα,
πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.
Η ΤΕΧΝΗ…
Τους προβολείς στήσεάπλετο φως στη ράμπα να πέφτει
Η δράση να κυλάει
να παρασέρνεται στη δίνη
Η τέχνη δεν πρέπει ν’ αντανακλά
σαν τον καθρέφτη
μα σαν φακός να μεγεθύνεi!
Σύννεφο με παντελόνια
Σ’ εσένα Λιλή
ΠρόλογοςΤη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξυγκόθρεφτος λακές
σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου
φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω,
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.
Εσείς οι αβροί !..
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
Ομως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα ;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ’ το σαλόνι,
εσάς την άψογον υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κ’ εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα – ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού
μαγειρικής.
Θέλετε-
θάμαι ακέριος όλο κρέας, λυσσασμένος,
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θάμαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ι
Νομίζετε ίσως πως παραμιλάει ο πυρετός;
Εγινε.
Εγινε στην Οντέσσα.
“Θάρθω στις τέσσερις”, είπε η Μαρία.
Οχτώ
Εννέα
Δέκα
Να και το βράδυ
έφυγε απ’ το παράθυρο
μες στ’ ανατρίχιασμα της νύχτας
κατσουφιασμένο
δεκεμβριανό.
Πίσω απ’ την ξαχαρβαλωμένη πλάτη
χλιμιντράν χαχανίζουν τα πολύφωτα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και να τεράστιος
καμπουριάζω στο παράθυρο
λυώνοντας με το κούτελο το τζάμι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ακόμα, ακόμα,
με το πρόσωπο ζουληγμένο
πάνω στο βλογιοκομμένο πρόσωπο της βροχής,
περιμένω
πιτσιλισμένος απ’ τον κεραυνό
των παυλασμών της πολιτείας.
Το μεσονύχτι
σειώντας το γυμνό μαχαίρι του,
έφτασε,
τον έσφαξε.
Πετάχτε τον.
Επεσε κ’ η δωδέκατη ώρα
σάμπως κεφάλι εκτελεσμένου απ’ το ικρίωμα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αξαφνα
οι πόρτες τρίζουν
σα να χτυπάνε από το κρύο τα δόντια της εισόδου.
Μπήκες εσύ,
απότομα σαν ένα “πάρ’ το”
βασανίζοντας το σεβρό του γαντιού σου
κ’ είπες:
” Ξέρετε-
παντρεύομαι”.
Τι να γίνει, παντρευτείτε.
Δεν πειράζει.
Θα κάνω κουράγιο.
Βλέπετε – τι ήρεμος που είμαι!
Σαν το σφυγμό
ενός νεκρού
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Πάλι ερωτευμένος θα ριχτώ στο γλεντοκόπι,
πυρπολώντας το τόξο των φρυδιών μου.
Τι να γίνει;
Και σ’ ένα σπίτι καμμένο
ζούνε καμμιά φορά άστεγοι αλήτες.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αλό, αλό!
Ποιος εκεί;
Α εσύ μητέρα,
Μητέρα,
ο γιος σας είναι εξαίσια άρρωστος
Μητέρα!
Πάσχει από πυρκαϊά καρδιάς.
Πέστε στις αδερφές, τη Λιούντα και την Ολια,
δεν έχει πια που ν’ απαγγιάσει.
Κάθε λέξη,
ακόμα κ’ ένα αστείο
που φτύνει απ’ το καψαλιασμένο στόμα του,
πετάγεται έξω σαν πόρνη γδυτή
απόνα μπορντέλο πούπιασε φωτιά.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στο πρόσωπο που ακόμα καίγεται,
απ’ τη σκισμάδα των χειλιών,
ένα μικρό – μικρό φιλί απανθρακωμένο
προβαίνει να ριχτεί στο δρόμο.
Μητέρα.
Δεν μπορώ να τραγουδήσω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στερνή κραυγή-
κάνε τουλάχιστον εσύ,
μες απ΄ τη φλόγα που σε καίει,
ν’ αντιλαλήσει ο στεναγμός σου
στους αιώνες!
ΙΙ
Δοξάστε με.
Δεν είμαι ταίρι εγώ των ισχυρών.
Εγώ επάνω σ’ όλα που έχουν γίνει
βάζω “μηδέν”
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ετούτοι
τσαγκρουνώντας ρίμες στο βιολί τους,
βράζουν έρωτες κι αηδόνια
για να βγάλουν δυο δάχτυλα ζουμί.
Ενώ ο δρόμος
δίχως γλώσσα κουλουριάζεται.
Δεν έχει με τι να φωνάξει.
Δεν έχει μα τι να μιλήσει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο δρόμος
στριμώχνει σιωπηλά τα βάσανά του.
Η φωνή του
σαν κόκκαλο ψαριού στο λαρύγγι του.
Η πολιτεία αμπάρωσε τον δρόμο με σκοτάδι.
Και στο στόμα
σαπίζουν τα μικρά πτώματα
των πεθαμένων λέξεων,
και δύο μονάχα ζουν
χοντραίνοντας,
“τσογλάνι”,
και μια άλλη ακόμα,
θαρρώ:
“ψωμί”.
Οι ποιητές
που μούλιασαν στα κλάματα και στ’ αναφυλλητά
λακήσαν απ’ το δρόμο
τινάζοντας ακατάδεκτα τα τσουλούφια τους.
“Πως με δυο τέτοιες λέξεις
να τραγουδήσεις
την δεσποινίδα
και τον έρωτα
και το τριανταφυλλάκι με τις δροσοσταλίδες;”
Και πίσω από τους ποιητές
τρέχουν τα πλήθη του δρόμου:
Φοιτητές,
πόρνες,
εργολάβοι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ακούστε!
Κάνει το κήρυγμά του
με βογγητά και ουρλιάγματα
ο σύγχρονος φωνακλάς Ζαρατούστρας.
Εμεις
με πρόσωπο σαν αγουροξυπνημένο σεντόνι,
με χείλια κρεμασμένα σαν πολύφωτα,
Εμείς
οι κατάδικοι της πολιτείας των λεπρών,
όπου η βρώμα και ο χρυσός γαγγραίνιασαν τη λέπρα,
Εμείς,
είμαστε πιο καθάριοι κι απ’ το κρούσταλλο της Βενετιάς
που το ξεπλύνανε μαζί κ’ οι θάλασσες κι ο ήλιος.
Στα παλιά μας παπούτσια κι αν δε βρίσκονται
στους Ομήρους και στους Οβίδιους
ανθρώποι σαν και μας,
βλογιοκομμένοι απ’ την καπνιά.
Εμείς,
ο καθένας από μας,
κρατάμε μέσα στη γροθιά μας
τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εγώ που η σύγχρονη γενιά μου γέλασε κατάμουτρα,
Διακρίνω αυτόν που φτάνει μες απ’ τις οροσειρές του χρόνου,
διακρίνω αυτόν που κανένας δε βλέπει.
Εκεί που τ’ ανθρώπινο βλέμμα τσακίζεται ανήμπορο,
βλέπω να καταφθάνει
των πεινασμένων στρατηλάτης,
φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης
το 1916.
Κι ανάμεσά σας είμαι εγώ
ο Πρόδρομός του,
κ’ είμαι όπου βρίσκεται κι ο πόνος, πάντοτε παντού.
Πάνω σε κάθε μια σταλαγματιά του νέφους των δακρύων
χω σταυρωθεί.
Τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη.
Κι όταν
τον ερχομό του διαλαλώντας
ανταριασμένοι
θα βγείτε να δεχτείτε τον Σωτήρα,
εγώ για σας
θα ξεριζώσω την καρδιά μου
θα την ποδοπατήσω
κ’ έτσι μεγαλωμένη
και καταματωμένη
θα σας τη δώσω για σημαία.
ΙΙΙ
Σήμερα πρέπει
με τη βαριά
ν’ αποτυπώνεσαι στο καύκαλο του κόσμου.
Εσείς που μοναχά μιάν έγνοια έχετε:
“είναι τάχα ο χορός μου κομψός;”
κοιτάχτε πως διασκεδάζω
εγώ -
ο χαρτοκλέφτης κι ο ρουφιάνος
της πλατείας.
Από σας
που χρόνια τώρα παπαριάζετε στον έρωτα
εγώ θα χωρίσω τα τσανάκια μου
τον ήλιο βάζοντας μονύελο
στ’ ορθάνοιχτό μου μάτι.
Μ’ απίθανο ρούχο ντυμένος
θα βαδίσω στη γης
και μπροστά μου δεμένον μ’ αλυσσίδα
θα κρατάω σα σκυλί τον Ναπολέοντα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εϊ, σεις που σουλατσέρνετε,
βγάλτε τα χέρια από τις τσέπες.
Πάρτε μαχαίρι, πέτρα, μπόμπα,
κι αν είν’ κανείς σας δίχως χέρια
ναρθεί να χτυπηθεί με κουτουλιές.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στον ουρανό, σα Μαρσεγιέζα κόκκινη,
σφαδάζει ψοφώντας η δύση.
Ολα πια είναι μιά τρέλλα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μαρία, Μαρία, Μαρία,
Ασε με νάμπω Μαρία,
Δε μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το βλέπεις -
που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
- πάλι -
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ’ το χτεσινό σου χάδι.
Μαρία. Ανοιξε. Πονάω.
Βλέπεις -
μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
οι καρφίτσες των γυναικείων καπέλων.
Μαρία,
Φοβάμαι μην ξεχάσω τ’ όνομά σου,
όπως φοβάται μην ξεχάσει ο ποιητής
μια λέξη που γεννήθηκε
στις ωδίνες της νύχτας
μια λέξη μεγάλη σαν το Θεό.
Δε θέλεις Μαρία; Δε θέλεις;
Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που τούκοψε το τραίνο.
Χίλιες φορές θα στροβιλίσει ο ήλιος
σε χορό της γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι όταν τα χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ’ εκατομμύρια στάλες αίμα
θάχουν στρωθεί τα χνάρια μου στο δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.
Παραμερίστε.
Δε θα μου φράξετε το δρόμο.
Κοιτάχτε -
αποκεφάλισαν ξανά τ’ αστέρια -
ματωμένος ουρανός σα σφαγείο.
Εϊ, εσύ ! Ουρανέ !
Βγάλ’ το καπέλο σου.
Εγώ περνάω.
Ησυχία !
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ’ τα τσιμπούρια των άστρων.
Καλώ στην απολογία
Χτυπάει ασταμάτητα το τύμπανο του πολέμουΚαλεί να μπήγουν σίδερο στους ζωντανούς.
Από τις διάφορες επικράτειες τους πολίτες
σαν σκλάβους πουλημένους
πετούν στην κόψη της λόγχης.
Για τι;
Τρέμει η γη
πεινασμένη,
απογυμνωμένη.
Ζεμάτισαν την ανθρωπότητα στο λουτρώνα αιματηρό
μόνο γιατί
κάποιος επιμένει
να κερδίσει την Αλβανία.
Αρπάχθηκε το μίσος των ανθρώπινων σκυλολογιών αιμόχαρο,
πέφτουν στο σώμα της γης χτυπήματα ανελέητα,
μόνο για να περάσουν
τον Βόσπορο
καράβια κάποια αφορολόγητα.
Σύντομα η γη
δε θα’ χει άσπαστο πλευρό.
Και την ψυχή θα βγάλουν
με τα χέρια απλωμένα στα δημόσια ταμεία,
μόνο για να
πάρει κάποιος
στα χέρια του
τη Μεσοποταμία.
Εν ονόματι ποιών συμφερόντων η αρβύλα
τη γη καταπατεί τρίζοντας άγρια;
Τι είναι εκεί στον ουρανό των μαχών;
Ελευθερία;
Θεός;
Δολάριο!
Πότε επιτέλους θα σηκωθείς με όλο σου τ’ ανάστημα εσύ,
που τη ζωή σου δίνεις ηλίθια;
Πότε θα πετάξεις στα μούτρα τους την ερώτηση
γιατί πολεμάμε, αλήθεια!
Ξελασπώστε το μέλλον
Το μέλλον δε θα ‘ρθει από μονάχο του έτσι νέτο-σκέτο αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς.
Από τα βράγχια, κομσομόλε, άρπαξέ το !
Απ’ την ουρά του, πιονιέροι, εσείς.
Η κομμούνα δεν είναι μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λες, για να την ονειρεύεσαι τις νυχτιές.
Μέτρησε, καλοσκέψου, σημάδεψε και τράβα, βήματα τα βήματα, έστω και πάνω σε μικροζητήματα.
Δεν είναι μόνον ο κομμουνισμός στη γη, στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.
Είναι και μες στο σπίτι, στο τραπεζάκι μπρός, στις σχέσεις, στη φαμίλια, στην καθημερινή ρουτίνα.
Εκείνος κει, που ολημερίς τριζοβολάει βλαστήμιες σαν κάρο κακογρασωμένο, εκείνος που,σαν ολολύζει η μπαλαλάικα χλωμιάζει ευθύς, αυτός το μπόι του μέλλοντος δεν το ‘χει φτασμένο.
Πόλεμος δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ, να λες ναι ναι, στα μέτωπα με βολές πολυβόλου. Της φαμίλιας, του σπιτικού, η επίθεση, για μας μικρότερη απειλή δεν είναι διόλου.
Εκείνος που υποτάχτηκε στην πίεση της φαμίλιας, κοιμάται μες στη μακαριότητα ρόδων φτιαγμένων με χαρτί, αυτός δεν έφτασε το μπόι της προσήλιας, της δυνατής ζωής εκείνης που θα ‘ρθει.
Σαν τη φλοκάτα και το χρόνο επίσης,ο σκόρος την καθημερνότητας τον κατατρώει στιγμή-στιγμή.
Το μεινεσμένο ρούχο των ημερών μας για ν’ αερίσεις ε, κομσομόλε, τίναξέ το
Εσείς θα καταφέρετε;
Αμέσως άλλαξα σα σκίτσο τη ημέρα,ρίχνοντας την μπογιά απ’ τον κουβά,
έδειξα πάνω στην ανάγλυφή μας σφαίρα
ανάγλυφα του κόσμου τα καλά και τα στραβά.
Στα λέπια των ψαριών τα κρύα
εύκολα διάβασα τα δόγματα της κοσμοσυρροής.
Εσείς
θα καταφέρετε
να παίξετε τη νυκτωδία, σε ένα φλάουτο
από σωλήνες της υδρορροής;
Το σημείωμα που βρέθηκε στον τόπο της αυτοκτονίας του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι έγραφε:
Σε όλουςΓια το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα
και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά.
Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης.
Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος-
(δεν τον συμβουλεύω σε άλλους)
μα δεν έχω διέξοδο. Λίλια αγάπαμε.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι
η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, η αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλωτοβα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτή ζωή, ευχαριστώ
Τ’ αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ.
Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν.
“Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν” καθώς λεν
και εμείς ας πούμε
τη βάρκα του έρωτα
τη συνέτριψε η ζωή.
Είμαστε πάτσι τώρα οι δυό μας
και δεν έχει νόημα να καταγραφούνε κάθε αμοιβαίος πόνος, συμφορά και προσβολή.
Να ‘στε καλά.
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Υστερόγραφο 12.IV.30
Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο.
Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Γειά σας.
Πέστε του Γιερμίλοφ, λυπάμαι που έβγαλα το σύνθημα,
έπρεπε να συνεχίσω τον καυγά ως το τέλος.
Β.Μ.
Στο τραπέζι μου είναι 2.000 ρούβλια – δώστε τα στην Εφορία.
Τα υπόλοιπα πάρτε τα απ’ τις Κρατικές Εκδόσεις.
Β.Μ.
Πηγή. https://astrofuteutis.wordpress.com/category
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου