ποιηση
- -Πολιτική (11)
- Ανέκδοτα (631)
- Ημερολόγιο (5)
- Κριτική (507)
- Λογοτεχνία (84)
- Λογοτεχνια-Επιστημονική Φαντασία (26)
- Λογοτεχνία-Θρησκευτικά Ζητήματα (30)
- Λογοτεχνία-Ιστορία (124)
- Λογοτεχνία-Φαντασία (63)
- Πιστεύω (4)
- Ποιήση (186)
- Ρητά (23)
- Σημαντικές Αναρτήσεις (11)
- Σήματα (12)
- Στρατηγική (3)
- Συμβουλευτική Λογοτεχνία (15)
τῆς ὕλης ἤ τοῦ θετικοῦ ἀγάπη. Δέν εἶν’ ἕξις
ἀλλ’ ἔνστικτον. Θά προστεθεῖ ἡ οὐρανία λέξις
Ἀνάπαυσις καί ἀμοιβή θέλουν δεχθῆ τήν δρᾶσιν.
Ὅτε διά παντός κλεισθῇ τό βλέμμα εἰς τήν Πλάσιν
Κῦμα ἀθάνατον ζωῆς θά ῥεύσῃ ἐξ ἑκάστου
Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ – ζωῆς ἀδιασπάστου.
τά βήματά σου διευθύνει,
μ’ εὐλάβειαν τό ἱερόν μυστήριον
τοῦ σκοτείνου μας μέλλοντος προσκύνει.
Τόν νοῦν σου ὕψου πρός τόν Κύριον.
Πρό σοῦ
τῶν ἀπεράντων ὕπνων ἡ στενοτάτη κλίνη
κεῖται ὑπό τό ἔλεος τοῦ Ἰησοῦ.
τόν θάνατον ἡμῶν σεμνύνει.
Τῶν ἐθνικῶν τά δῶρα καί τά θύματα
καί τάς πομπάς δέν ἀγαπᾶ ἐκείνη.
Χωρίς ἀνόητ’ ἀναθήματα
χρυσοῦ,
τῶν ἀπεράντων ὕπνων ἡ στενοτάτη κλίνη
κεῖται ὑπό τό ἔλεος τοῦ Ἰησοῦ.
τόν νοῦ καί τήν ψυχή μου φύλαττέ μου
σάν γύρω μου ἀρχινοῦν καί περπατοῦνε
Ὄντα καί Πράγματα πού ὄνομα δέν ἔχουν
καί τ’ ἄσαρκα ποδάρια των στήν κάμαρή μου τρέχουν
καί κάμνουν στό κρεββάτι μου κύκλο γιά νά μέ διοῦνε –
καί μέ κυττάζουν σάν νά μέ γνωρίζουν
σάν νά καγχάζουν ἄφωνα πού τώρα μέ φοβίζουν.
σάν βδελυρούς καιρούς νά μελετούνε
ὁπόταν ἴσως σέρνομουν μαζύ των – μές τό σκότος
μέ τά ὄντα καί τά πράγματα αὐτά ἀνακατευμένος.
Κι ἀποφρενιάζουν ὁ καιρός νά ξαναρθῇ ὁ πρῶτος.
Μά δέν θά νἄρθῃ πιά ποτέ˙ γιατί εἶμαι ἐγώ σωμένος,
εἰς τοῦ Χριστοῦ τ’ ὄνομα βαπτισμένος.
σάν νοιώσω πού μές στό βαθύ σκοτάδι
ἐπάνω μου εἶναι μάτια καρφωμένα…
Κρύψε με ἀπό τήν ὅρασί των Δέσποτά μου.
κἀνέν’ ἀπό τά λόγια των ναρθῇ τά ἀφορεσμένα,
μήν τύχῃ καί μές στήν ψυχή μου φέρουν
κἀμμιά φρικώδη ἀνάμνησι ἀπ’ τά κρυφά πού ξέρουν.
Oừ vont et viennent et s’ asseoient autour d’un feu,
Les Passions avec leurs visages de femme.
RODENBACH
ὡραῖες γυναῖκες στά μεταξωτά
ντυμένες, καί μέ σάπφειρους εἰς τό κεφάλι.
Ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἕως μέσα εἰς τά βάθη
ὁρίζουνε τές αἴθουσες ὅλες. Στήν πιό μεγάλη –
τές νύχτες πού τό αἶμα των ζεστάθη –
χορεύουνε καί πίνουνε μέ τά μαλλιά λυτά.
μέ φορεσιές ἑνός παληοῦ καιροῦ,
ἡ Ἀρετές γυρίζουν καί μέ πίκρα ἀκοῦνε
τήν ἑορτή πού κάμνουνε ἡ ἑταῖρες μεθυσμένες.
Στῶν παραθύρων τά ὑαλιά τά πρόσωπα κολνοῦνε
καί βλέπουν σιωπηλές, συλλογισμένες,
τά φῶτα, τά διαμαντικά, καί τ’ἄνθη τοῦ χοροῦ.
μέσα στῆς γῆς τά φοβερά τά βάθη,
συντροφευμένος μ’ Ἕλληνας ἀθέους,
κ΄ εἶδε μέ δόξαις καί μεγάλα φῶτα
νά βγαίνουν ἄϋλαις μορφαίς ἐμπρός του,
φοβήθηκε γιά μιά στιγμή ὁ νέος,
κ’ ἕνα ἔνστικτον τῶν εὐσεβῶν του χρόνων
ἐπέστρεψε, κι ἔκαμε τόν σταυρό του.
Ἀμέσως ἡ Μορφαίς ἀφανισθῆκαν˙
ἡ δόξαις χάθηκαν – σβύσαν τά φῶτα.
Οἱ Ἕλληνες ἐκρυφοκοιτταχθῆκαν.
Κι’ ὁ νέος εἶπεν˙ «Εἴδατε τό θαῦμα;
Ἀγαπητοί μου σύντροφοι, φοβοῦμαι.
Φοβοῦμαι, φίλοι μου, θέλω νά φύγω.
Δέν βλέπετε πῶς χάθηκαν ἀμέσως
οἱ δαίμονες σάν μ’ εἴδανε νά κάνω
τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ τό ἁγιασμένο;»
Οἱ Ἕλληνες ἐκάγχασαν μεγάλα˙
«Ντροπή, ντροπή νά λές αὐτά τά λόγια
σέ μᾶς τούς σοφιστάς καί φιλοσόφους.
Τέτοια σάν θές εἰς τόν Νικομηδείας
καί στούς παππάδες του μπορεῖς νά λές.
Τῆς ἔνδοξης Ἐλλάδος μας ἐμπρός σου
οἱ μεγαλείτεροι θεοί φανῆκαν.
Κι’ ἄν φύγανε νά μή νομίζῃς διόλου
πού φοβηθῆκαν μιά χειρονομία.
Μονάχα σάν σέ εἴδανε νά κάνῃς
τό ποταπότατον, ἀγροῖκον σχῆμα
συχάθηκεν ἡ εὐγενής των φύσις
καί φύγανε καί σέ περιφρονῆσαν».
Ἔτσι τόν εἴπανε κι’ἀπό τόν φόβο
τόν ἱερόν καί τόν εὐλογημένον
συνῆλθεν ὁ ἀνόητος κ’ἐπείσθη
μέ τῶν Ἑλλήνων τ’ ἄθεα τά λόγια.
«Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ
ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
(1877-1923)
«Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
(1897-1933)
μιά μέρα μελαγχολική τοῦ Σεπτεμβρίου
αἰσθάνθηκε τόν θάνατο κοντά. Οἱ ἀστρολόγοι
(οἱ πληρωμένοι) τῆς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν
πού ἄλλα πολλά χρόνια θά ζήσει ἀκόμη.
Ἐνῶ ὅμως ἔλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος
παληές συνήθειες εὐλαβεῖς θυμᾶται,
κι ἀπ’ τά κελλιά τῶν μοναχῶν προστάζει
ἐνδύματα ἐκκλησιαστικά νά φέρουν,
καί τά φορεῖ, κ’ εὐφραίνεται πού δείχνει
ὄψι σεμνήν ἱερέως ἤ καλογήρου.
καί σάν τόν βασιλέα κύρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μές στήν πίστι των σεμνότατα.
στήν Ἀλεξάνδρεια (ὅπου δύσκολα ξιπάζοναι)
γιά τά λαμπρά μου σπίτια, γιά τούς κήπους,
γιά τ’ ἄλογα καί γιά τ’ ἁμάξια μου,
γιά τά διαμαντικά καί τά μετάξια πού φορούσα.
Ἄπαγε˙ ἐδῶ δέν εἶμαι ὁ Κλέων ἐκεῖνος˙
τά εἰκοσιοκτώ του χρόνια νά σβυσθοῦν.
Εἶμ’ ὁ Ἰγνάτιος, ἀναγνώστης, πού πολύ ἀργά
συνῆλθα˙ ἀλλ’ ὅμως κ’ ἔτσι δέκα μῆνες ἔζησα εὐτυχεῖς
μές στήν γαλήνη καί μές στήν ἀσφάλεια τοῦ Χριστοῦ.