(Διαβάστε το πρώτο μέρος της ιστορίας εδώ:
Α)«Ένας πελασγός γκάνγκστερ στο Σικάγο»
http://sanejoker.info/2015/09/chicago.html )
Οι γέροι γνωρίζουν ιστορίες που δεν έχουν γραφτεί σε κανένα βιβλίο.
Όχι
εκείνοι της πόλης, όχι εκείνοι που καυχιούνται ότι είναι γέννημα θρέμμα
μιας ποντικοφωλιάς. Είναι οι γέροι κι οι γριές που αργοπεθαίνουν στα
χωριά, που λιώνουν και γίνονται ένα με το χώμα όπου γεννήθηκαν.
Λίγοι
έχουν απομείνει πια. Κάποια στιγμή, τα επόμενα χρόνια, θα χαθεί μαζί
τους ένας άγραφος πολιτισμός, προομηρικός ίσως, πελασγικός, από τότε που
οι Αχαιοί κυνηγούσαν βουβάλια στην Κεντρική Ασία.
Κατάγομαι
από ένα μέρος όπου κατοικούσαν Πελασγοί, πριν έρθουν τα φύλα των
βαρβάρων απ” τον βορρά. Είναι απ” τη μια μεριά η Αρκαδία κι απ” την άλλη
ο πιο ιερός τόπος, αυτός που οι Έλληνες ονόμασαν Ολυμπία.
Το
χωριό μου είναι γραμμένο στους χάρτες ως Λαντζόι, το τούρκικο όνομα που
του έδωσαν κάποιοι άλλοι κατακτητές, αλλά η αρχική του ονομασία, που
λίγοι ξέρουν θυμούνται αναφέρουν, είναι Θάλαττα.
Παράξενο
όνομα, για ένα χωριό σκαρφαλωμένο στα 800 μέτρα. Όμως σαν βγεις να
περπατήσεις στους ελαιώνες θα δεις ότι το χώμα είναι φτενό και αραιό,
ξεπλυμένο γκρίζο, σαν τα μαλλιά γέρου. Μοιάζει με άμμο της
ακροθαλασσιάς, τόσο που όταν ήμουν παιδί ήθελα να παίρνω το κουβαδάκι
μου. Αλλά νερό δεν υπήρχε για να χτίσω παλάτια.
Κι ανάμεσα στις πέτρες και στ” αγκάθια, στις καβαλίνες απ” τα κατσίκια και τις μούμιες ελιές, φύονται άφθονα κοχύλια.
Όταν
τα “χα πρωτοδεί, σχεδόν μωρό πρέπει να ήμουν, ένα από εκείνα τα
πλάσματα που πλάθουν τον κόσμο απ” την αρχή, ρώτησα τη γιαγιά μου που
είναι η θάλασσα.
«Εδώ είναι», απάντησε εκείνη.
Μεγαλώνοντας
και διαβάζοντας έμαθα ότι ο κόσμος δεν ήταν πάντα όπως τον βλέπουμε.
Ότι κάποτε οι θάλασσες ήταν κάμποι και τα βουνά πυθμένες. Αυτή ήταν η
λογική εξήγηση για τα κοχύλια, όμως μετά σταμάτησα να μεγαλώνω, όταν
ένιωσα ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα απ” αυτά που καταλαβαίνουμε.
~~{}~~
Την
τελευταία φορά που πήγα στο Λαντζόι, στη Θάλαττα, ήμουν πατέρας. Ο
Τηλέμαχος ήταν έξι χρονών και για πρώτη φορά είδε κότα ζωντανή, με
πούπουλα και κεφάλι, με ζεστό σώμα, όχι σαν εκείνες που ήξερε απ” τα
ψυγεία του σούπερ μάρκετ.
Μαζέψαμε κοχύλια κι ελιές, περπατήσαμε στους αμμόλοφους.
Κάποια
μέρα η μάνα μου έφτιαξε ραβανί, της πέτυχε, κι αποφάσισε να το μοιράσει
στο χωριό, για να μοιραστεί με τους άλλους τη χαρά της -και την
καυχησιά της. Μου έδωσε δυο κομμάτια να τα πάω στο σπίτι απέναντι, στο
σπίτι του κυρ-Βασίλη και της Μάρως. Ο Τηλέμαχος ήθελε να “ρθει μαζί,
καθώς αδημονούσε να γνωρίσει κάθε γωνιά εκείνου του παράξενου τόπου.
Χτυπήσαμε
το κουδούνι κι είπα στον μικρό ότι έπρεπε να κάνουμε πολλή υπομονή, για
να μας ανοίξουν. Ο κυρ-Βασίλης ήταν ο πιο γέρος του χωριού. Κανείς δεν
ήξερε πότε ακριβώς γεννήθηκε, ούτε ο ίδιος. Κάποιοι έλεγαν ότι βγήκε απ”
τα σωθικά της μάνας του στο τέλος του προ-προηγούμενου αιώνα, κάπου το
1898.
Αυτό ακουγόταν υπερβολικό, μέχρι που έβλεπες την κόρη του.
Η
Μάρω, που μας άνοιξε την πόρτα μετά από δυο ώρες πάνω κάτω, ήταν σαν
γέρικο χόμπιτ. Σκεβρωμένο γέρικο δέντρο, που δεν μπορούσε να σηκώσει το
κεφάλι να δει τον ουρανό, καταδικασμένη να αντικρίζει τη γη, μέχρι να
μπει μέσα της.
Ήταν απορίας άξιο πώς
μπορούσε να περπατάει μ” εκείνα τα πληγιασμένα πόδια, που είχαν πρησθεί
κι είχαν γίνει μονοκόμματα, σαν κορμοί. Στο πρόσωπο είχε μουστάκι και
γενάκι, σαν του Χο Τσι Μινχ, και τα μάτια της ίδια κινέζικα ήταν.
Η Μάρω ήταν γεροντοκόρη εκ πεποιθήσεως κι εκ φύσεως. Δεν της άρεσαν οι άντρες, το ήξεραν όλοι στο χωριό. Έτσι έμεινε ανύπαντρη.
Κι
εκείνα τα παλιά χρόνια, που ο ήλιος ήταν το ρολόι των ανθρώπων, υπήρχαν
γυναίκες που δεν τους άρεσαν οι άντρες, όπως κι άντρες που δεν τους
άρεσαν οι γυναίκες.
Για τους άντρες
ήταν ντροπή μια τέτοια «φύση», αλλά τις γυναίκες τις αποδέχονταν πιο
εύκολα. Έμεναν ανύπαντρες κι άτεκνες, να φροντίζουν τα παιδιά των
αδελφών τους, θείες και γιαγιάδες -χωρίς εγγόνια.
Η
Μάρω είχε εφτά αδελφές, κι όλες ήθελαν προίκα για να παντρευτούν. Οπότε
βόλευε η όγδοη να μείνει γεροντοκόρη, βόλευε να μην παντρευτεί, και να
μείνει να φροντίζει των άλλων τα παιδιά -καθώς και τους γονείς όταν θα
γερνούσαν.
~~{}~~
Η
Μάρω χάιδεψε το πρόσωπο του Τηλέμαχου με περισσή στοργή, αφού είχε να
δει παιδί πολλές δεκαετίες, εκείνη που ανέστησε τόσα χωρίς ποτέ να κάνει
δικό της. Πήρε το ραβανί και μας οδήγησε στον πάνω όροφο, αργά και
βασανιστικά, περίπου πέντε λεπτά το κάθε σκαλί.
Εκεί
μύριζε απαρχαιωμένα μικρόβια, σκόνη και ξερό δέρμα. Καθώς και μια
απομακρυσμένη υποψία από Βιξ. Ακούγονταν τα σαράκια να μασουλάνε το ξύλο
και η υπόκωφη ανάσα του γέρου.
Ο κυρ-Βασίλης καθόταν μπρος στο παράθυρο με κλειστά μάτια, σαν να έκανε ηλιοθεραπεία.
«Ήρθαν κάποιοι να σε δουν», του “πε η Μάρω, με φωνή δυνατή που φανέρωνε το μέγεθος της κώφωσης του ακροατή.
Δεν είχαμε πάει να τον δούμε, αλλά άξιζε το θέαμα.
Όταν
οι άνθρωποι γερνάνε συρρικνώνεται το σώμα τους και πρήζονται τα άκρα
τους. Δάκτυλα, μύτη και αυτιά γίνονται δυσανάλογα μεγάλα, σαν σε
καρικατούρα.
Ο κυρ-Βασίλης το “χε
περάσει αυτό το στάδιο, της διόγκωσης, κι είχε πάει στο επόμενο επίπεδο.
Η μύτη του, τ” αυτιά του, ήταν τόσο μικρά που έμοιαζαν με
χαρακτηριστικά μωρού, λες και κάποιος πλακατζής θεός, για να γελάσει, τα
είχε βάλει στο πρόσωπο ενός γέρου.
Σε
συνδυασμό με τα λιγοστά μαλλιά του, σαν χνούδι πια στο κρανίο του, την
έλλειψη τριχοφυίας στο πρόσωπο και τα γυμνά ούλα, ο κυρ-Βασίλης έμοιαζε
πιο πολύ με μωρό -τερατώδες σίγουρα και γκροτέσκο, αλλά μωρό- παρά με
γέρο.
~~
Σαν άκουσε τη -δυνατή- φωνή της Μάρως γύρισε προς το μέρος μας κι άνοιξε το μάτι του.
Μάτι, ενικός αριθμός, αφού το δεύτερο είχε τόσο πνιγεί στον καταρράκτη, που έμοιαζε να μην έχει τίποτα άλλο από ασπράδι.
Ο
Κύκλωπας με κοίταξε καλά και γέλασε. Έπειτα μίλησε, με φωνή πολύ πιο
καθαρή απ” όσο περίμενα, μίλησε και είπε κάτι που επίσης δεν περίμενα.
«Α, βρε Θανάση, γύρισες;» (Δεν είπα τίποτα) «Πάχυνες λιγάκι. Σε ταΐζουν καλά οι Μερικάνες στο Τσικάγκο, ε;»
~~{}~~
Είχα
διαβάσει λίγα βιβλία νευρολογίας, κυρίως του αείμνηστου Όλιβερ Σακς,
έτσι ήξερα ότι οι ανοιακοί γέροι συχνά παθαίνουν αναδρομική αμνησία,
όπου χάνονται όλες οι μνήμες από κάποιο σημείο της -νεαρής συνήθως-
ηλικίας τους και μετά.
Τότε
μπερδεύουν τους ανθρώπους που βλέπουν μ” εκείνους που ήξεραν στη νιότη
τους. Κι αν τους δείξεις το πρόσωπο τους στον καθρέφτη θα σε ρωτήσουν
ποιος είναι εκείνος ο γέρος που κοιτάζει ή τι χαζό αστείο είναι αυτό και
ποιος τους φόρεσε μάσκα.
Ζουν σε
μια συνεχή νεότητα, με παγιωμένη ταυτότητα, τα μόνα όντα που μπορούν να
μπουν δυο φορές -και τρεις και χίλιες δεκατρείς- στο ίδιο ποτάμι, στα
ίδια νερά του χρόνου.
~~{}~~
Δεν
πρόλαβα να πω στον κυρ-Βασίλη ότι δεν ήμουν ο Θανάσης (ποιος Θανάσης;)
κι είδα τη Μαρώ να σηκώνει αργά το κεφάλι της, σαν χελώνα των
Γκαλαπάγκος, για να με κοιτάξει. Σαν με είδε γούρλωσε τα μάτια της και
σταυροκοπήθηκε. Έπειτα γύρισε κι έφυγε προς ένα διπλανό δωμάτιο.
«Κάτσε, Θανάση, να πιούμε ένα κρασί να τα πούμε. Πώς είναι η Αμερική; Και τι τρώνε “κει τα κατσίκια.»
Το
“πε και γέλασε, σαν να ΄ξερε ότι κορόιδευε τον εαυτό του. Τράβηξα ένα
σκαμπό κι έκατσα απέναντι του. Ο Τηλέμαχος έμεινε όρθιος, να στηρίζεται
στον ώμο μου.
Πριν προλάβω να
μιλήσω, πριν πω για τα κατσίκια της Αμερικής που ποτέ δεν είδα,
ακούστηκε η Μάρω να επιστρέφει. Κρατούσε στην αγκαλιά της ένα κάδρο,
ανάποδα, έτσι που έβλεπα μόνο τη ράχη απ” το κουρασμένο χαρτί,
κιτρινωπό, με πιτσιλιές από ώχρα και μούχλα.
Σαν με πλησίασε αρκετά στάθηκε. Και γύρισε το κάδρο.
Ήταν
μια ξεθωριασμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία. Κάποιος άντρας, με σένιο
κουστουμάκι, καπαρντίνα, άσπρη γραβάτα και καπέλο. Είχε το τσιγάρο να
κρέμεται στα χείλη και κοιτούσε στραβά, κάτω απ” τη σκιά του γείσου.
Φαινόταν
η άκρη από κάτι που κρατούσε, μάλλον όπλο, και ακουμπούσε σ” ένα
παλαιϊκό αυτοκίνητο, μία από εκείνες τις μεσοπολεμικές Ford, που έτρεχαν
στους αμερικανικούς αυτοκινητόδρομους τα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης και
του Μεγάλου Κραχ.
Κάτω δεξιά, στη μπορντούρα της φωτογραφίας, έγραφε: «Chicago, 1933».
«Απόκριες ήταν;» είπε ο Τηλέμαχος κοιτώντας τη φωτογραφία και μιλώντας σε μένα. «Τι έχεις ντυθεί;»
Κι
είναι αλήθεια ότι εκείνος ο άντρας με το καπέλο, ο Θανάσης -όπως ήταν
ολοφάνερο πια, μου έμοιαζε πολύ. Κατά κάποιον τρόπο ήμουν εγώ. Υπήρχε
ακόμα και το σημάδι που έχω εκ γενετής, εκείνη η «γρατζουνιά» δίπλα στο
αριστερό μάτι, που ο πατέρας μου έλεγε ότι μου την είχε κάνει η μαία, με
τα νύχια της.
«Δεν καταλαβαίνω», είπα κι ακούμπησα πίσω, χωρίς να μπορώ να πάρω τα μάτια μου απ” τη φωτογραφία, απ” το πρόσωπο μου.
Η
Μάρω άφησε τη φωτογραφία στο τραπέζι, να μας κοιτάζει και να τη
βλέπουμε, κι έκατσε αργά στην καρέκλα της. Ξεκίνησε να μας λέει την
ιστορία της φωτογραφίας.
~~{}~~
Ο
Θανάσης ήταν ο μικρότερος αδελφός του Βασίλη. Από παιδί ήταν ιδιαίτερα
έξυπνος κι ανήσυχος, «κωλοφωτιά», έκλεβε κότες κι αυγά, ξυλοφόρτωνε τα
παιδιά που δεν τον υπάκουαν, και λεγόταν πως είχε σχέσεις με τη χήρα απ”
τα δεκατέσσερα του -καθώς και πολλές άλλες, ανύπαντρες και παντρεμένες.
Δεκαοχτώ χρονών είχε κατακτήσει το Κατάκωλο.
Το Κατάκωλο ήταν τότε το πιο κακόφημο μέρος της Ελλάδας. Επίνειο του Πύργου και παράνομο λιμάνι για όλη τη δυτική Μεσόγειο.
Έδεναν
κυρίως μικρά πλοία, με πειραγμένα χαρτιά και κρυφό φορτίο. Στο λιμάνι
τριγυρνούσαν πόρνες κάθε ηλικίας και εθνικότητας, που ψάρευαν Ιταλούς
και Σπανιόλους ναύτες. Υπήρχαν καταγώγια που βρωμούσαν κάτουρο και όπιο,
ενώ τα μαχαιρώματα ήταν ρουτίνα.
Τα
καράβια έφερναν όπλα και ρούχα απ” το Παρίσι, κλεμμένα φυσικά, και
φόρτωναν φούντα καλαματιανή, την καλύτερη ποιότητα της Ευρώπης, που τη
διοχέτευαν σ” όλον τον κόσμο, μέσω της Μασσαλίας.
Πολύ
μαύρο χρήμα άλλαζε χέρια κι ο Θανάσης ήταν μέρος του κυκλώματος. Είχε
δυο αγαπητικιές, που του δίναν μέρος απ” τις εισπράξεις τους, για να τις
αγαπάει και να τις προστατεύει.
Στα
χαρτιά ήταν άπαιχτος, αφού ήξερε καλά να μπλοφάρει, ν” αφήνεται να
χάνει ακόμα κι όταν είχε καλό χαρτί, κι όταν όλοι τον θεωρούσαν άσχετο,
κορόιδο, εκείνος ποντάριζε όσα είχε κρυμμένα στο στηθόδεσμο της η
Γενοβέφα κι άδειαζε το τραπέζι.
Ήταν ένας μικρός βασιλιάς στο Κατάκωλο, αλλά εκείνος είχε γεννηθεί για μεγαλύτερο ενυδρείο.
Είκοσι
χρονών αποχαιρέτησε τη μάνα του και τ” αδέλφια του, χαιρέτησε τις
προστατευόμενες του και το Κατάκωλο, και μπήκε σ” ένα βαπόρι για την
Αμερική -μέσω Μασσαλίας.
Ήταν το 1930.
~~
Για τρία χρόνια κανείς στο Λαντζόι δεν είχε νέα του.
Ώσπου,
κάποιο μεσημέρι, το καλοκαίρι του ’33, ο ταχυδρόμος πήγε στην μπαχατέλα
όπου είχε γεννηθεί ο Θανάσης. Είπε στη μάνα του ότι είχε ένα μεγάλο
δέμα από Αμερική. Και μια ειδοποίηση για επιταγή στην τράπεζα της
Πάτρας.
Στο δέμα υπήρχε η φωτογραφία του απ” το Σικάγο, μαζί μ” ένα γράμμα.
Ο
Θανάσης είχε μείνει έναν χρόνο στην Νέα Υόρκη, όπου έκανε τις πρώτες
γνωριμίες, και μετά εγκατστάθηκε στο Σικάγο. Έγραφε για τα μεγαλεία της
Αμερικής, τους ουρανοξύστες, τις λεωφόρους, τους σινεμάδες, τα τρένα, τ”
αυτοκίνητα, τις γυναίκες.
Έγραφε ότι είχε βρει μια καλή δουλειά στο Σικάγο.
~~
Ο
Βασίλης πήρε δανεικά απ” τους συγχωριανούς του για να φτάσει ως την
Πάτρα. Εκεί βεβαιώθηκε ότι ο Θανάσης είχε μπλέξει με παράνομους.
Ο
ίδιος ο διευθυντής τον υποδέχτηκε, τον κέρασε καφέ, και του είπε ότι
είχε προωθηθεί απ” την Τράπεζα του Σικάγο ένα έμβασμα, σε δολάρια.
Τα δολάρια τότε ήταν καλύτερα κι απ” το χρυσάφι. Κι ο Θανάσης είχε στείλει πολλά.
Η
μάνα του είπε ότι δεν τα ήθελε, ότι προτιμούσε να γυρίσει το παιδί της,
αλλά τα υπόλοιπα παιδιά της είχαν διαφορετική γνώμη. Με τα δολάρια απ”
το Σικάγο οι Δογκαίοι έγιναν οι πιο πλούσιοι του χωριού -κι όλης της
επαρχίας της Ωλένης.
Έχτισαν ένα
δίπατο σπίτι με όλες τις ανέσεις. Είχε μέχρι και τουαλέτα, εσωτερική, η
πρώτη που φτιάχτηκε στο χωριό και μοναδική, μέχρι τη χούντα του
Παπαδόπουλου. Αγόρασαν χτήματα τριγύρω στο χωριό και ζώα.
Μέχρι
και αυτοκίνητο πήραν, τη δεύτερη φορά που έστειλε δολάρια ο Θανάσης. Κι
ήταν το μόνο σε ακτίνα εκατό χιλιομέτρων, τόσο σπάνιο που συχνά έμεναν
απο βενζίνη κι έπρεπε να πηγαίνουν με το μουλάρι για να γεμίσουν
μπιτόνια.
Τότε τους Δογκαίους τους φώναζαν «οι Μερικάνοι», κι όλοι τους φθονούσαν.
Με το τρίτο έμβασμα, το ’39, καλοπαντρεύτηκαν όλες οι αδελφές, αφού είχαν προίκα αξιοσέβαστη, σε δολάρια τυπωμένη.
Τέταρτο δεν ήρθε ποτέ -ούτε άλλο δέμα ή γράμμα. Ο Θανάσης εξαφανίστηκε.
~~
Η
μάνα του πίστεψε ότι τον είχαν καθαρίσει, κι ίσως να είχε δίκιο. Κάθε
επάγγελμα έχει τους κινδύνους του. Τον μοιρολογούσε μέχρι που πέθανε κι
εκείνη, το ’51, μια μέρα μετά τις πρώτες εκλογές όπου ψήφισαν και οι
γυναίκες.
Ακόμα κι απ” το
νεκροκρέβατο ζητούσε απ” τον Βασίλη να κάνουν ένα κενοτάφιο για τον γιο
της, να τον κλάψει, να τον θάψει, αλλά εκείνος δεν της έκανε τη χάρη.
Έλεγε ότι ο αδελφός του ήταν πιο έξυπνος απ” όλους τους Μερικάνους μαζί.
Πώς γίνεται να τον κάνουν καλά;
Αυτός
πίστευε ότι ο Θανάσης είχε φύγει για την Αργεντινή και τη Βραζιλία,
έναν νέο τόπο θαυμάτων κι εκμετάλλευσης, όπου οι γκρίνγκος έβγαζαν σε
μια μέρα περισσότερο χρήμα απ” όσα όλοι οι Έλληνες σ” έναν χρόνο.
Νέα του δεν είχε ξανά, αλλά δεν σταμάτησε να τον περιμένει.
~~{}~~
«Και να που “ρθες», μου είπε ο κυρ-Βασίλης, γελώντας που είχε δίκιο. «Το “ξερα ότι θα γύριζες. Πού “χες πάει;»
Είδα
τη Μάρω να μου κάνει νόημα με τα διογκωμένα δάκτυλα της. Τα “φερε στο
μούσι της και το χάιδευε, ενώ με τα μάτια με εκλιπαρούσε να μην τον
απογοητεύσω, να μην τον βγάλω απ” την ψευδαίσθηση.
«Κούβα»,
του είπα. «Είχα στήσει ένα καζίνο στην Αβάνα, απέναντι απ” το Χίλτον.
25.000 δολάρια μόνο η άδεια και τα λαδώματα για την αστυνομία. Τις
ρουλέτες τις αφήναμε στους Κουβανούς να τις εκμεταλλεύονται. Εμείς
είχαμε τα χαρτιά, τις γυναίκες και τα ναρκωτικά.»
Διάβαζα
τότε τον «Ζυγό», του Ντον Ντελίλο, όποτε είχα ζωντανές εικόνες να του
δώσω, λες κι αλήθεια είχα ζήσει στην προ-Φιντέλ εποχή της Κούβας. Ποιος
είπε ότι η ανάγνωση μυθιστορημάτων δεν χρησιμεύει σε τίποτα;
«Αλλά μας κατέστρεψε ο Κάστρο, με τους barbudos του. Στο ίδιο αεροπλάνο ήμουν με τον Μπατίστα.»
«Τι “ν” αυτός ο Κάστορ;» με ρώτησε ο Βασίλης.
«Κομμουνιστής. Τα κρατικοποίησε όλα κι ούτε φράγκο αποζημίωση.»
«Κομμουνιστές», είπε με απέχθεια ο κυρ-Βασίλης. «Κι εδώ τα ίδια θέλουν να κάνουν. Ευτυχώς που βοηθάνε οι Εγγλέζοι, αλλιώς θα “μασταν κιόλας Σοβιέτ. Αλλά να δούμε πώς θα τους διώξουμε.»
«Τι “ν” αυτός ο Κάστορ;» με ρώτησε ο Βασίλης.
«Κομμουνιστής. Τα κρατικοποίησε όλα κι ούτε φράγκο αποζημίωση.»
«Κομμουνιστές», είπε με απέχθεια ο κυρ-Βασίλης. «Κι εδώ τα ίδια θέλουν να κάνουν. Ευτυχώς που βοηθάνε οι Εγγλέζοι, αλλιώς θα “μασταν κιόλας Σοβιέτ. Αλλά να δούμε πώς θα τους διώξουμε.»
Κατάλαβα
ότι ο κυρ-Βασίλης είχε κολλήσει κάπου στο ’45. Μάλλον δεν θυμόταν
τίποτα για τη Βάρκιζα, τον Παπανδρέου, τον Καραμανλή, τη Χούντα.
«Και τώρα θα γυρίσεις στην Αμερική;» με ρώτησε.
«Δεν χρειάζεται», του είπα, «η Αμερική είναι παντού πια». Κι αυτή τη φορά δεν έλεγα ψέματα.
«Δεν χρειάζεται», του είπα, «η Αμερική είναι παντού πια». Κι αυτή τη φορά δεν έλεγα ψέματα.
~~{}~~
Ο
Τηλέμαχος είχε βαρεθεί πριν πολύ ώρα, αλλά ξεχνιόταν παρατηρώντας τη
Μάρω που έβαζε κι έβγαζε τα δόντια της, με τη γλώσσα, σαν φαφούτης
χαμαιλέοντας. Τελικά με σκούντηξε να σηκωθώ.
«Αυτό είναι το παιδί σου;» έκανε ο κυρ-Βασίλης. «Πώς σε λένε μικρέ;»
«Μπομπ», είπε ο Τηλέμαχος, ξαφνιάζοντας κι εμένα ακόμα.
«Μπομπ;» είπε ο κυρ-Βασίλης και με κοίταξε. «Δεν μπορούσες να δώσεις στο παιδί τ” όνομα του πατέρα; Δεν σου άρεσε το Επαμεινώντας;»
«Έτσι τον λένε», του είπα. «Επαμεινώντα, Νώντα, αλλά στην Αμερική τον φωνάζουν Μπομπ.»
«Είναι τρελοί αυτοί οι Μερικάνοι», είπε και γέλασε τόσο, που ξεκίνησε να βήχει και να πνίγεται, να δυσκολεύεται ν” αναπνεύσει.
«Μπομπ», είπε ο Τηλέμαχος, ξαφνιάζοντας κι εμένα ακόμα.
«Μπομπ;» είπε ο κυρ-Βασίλης και με κοίταξε. «Δεν μπορούσες να δώσεις στο παιδί τ” όνομα του πατέρα; Δεν σου άρεσε το Επαμεινώντας;»
«Έτσι τον λένε», του είπα. «Επαμεινώντα, Νώντα, αλλά στην Αμερική τον φωνάζουν Μπομπ.»
«Είναι τρελοί αυτοί οι Μερικάνοι», είπε και γέλασε τόσο, που ξεκίνησε να βήχει και να πνίγεται, να δυσκολεύεται ν” αναπνεύσει.
Η Μάρω τον πλησίασε να τον βοηθήσει κι εμείς βρήκαμε μόνοι την πόρτα.
~~{}~~
Στο σπίτι είπα στον πατέρα μου για το μπέρδεμα, την ομοιότητα, τον Θανάση.
«Ο Θανάσης ο Δόγκας;» είπε κουνώντας το κεφάλι.
«Τον ξέρεις;»
«Ποιος δεν τον ξέρει; Μου “λεγε η γιαγιά μου γι” αυτόν, για τον Αμερικάνο.»
«Τι σου “λεγε;»
«Ότι τα μισά παιδιά του χωριού είναι εγγόνια του.»
«Τον ξέρεις;»
«Ποιος δεν τον ξέρει; Μου “λεγε η γιαγιά μου γι” αυτόν, για τον Αμερικάνο.»
«Τι σου “λεγε;»
«Ότι τα μισά παιδιά του χωριού είναι εγγόνια του.»
Βγήκα έξω και βρήκα τον Τηλέμαχο, τον Μπομπ, να παραμονεύει μια κλώσσα.
Λίγες μέρες μετά ο κυρ-Βασίλης πέθανε. Αλλά πρόλαβε να μου μιλήσει για
τον Θανάση και για τον κατακλυσμό, που ίσως να μου δοθεί η ευκαιρία να
γράψω μια άλλη φορά.
========================
Β)Η Φόνισσα Γυμνή…
Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Δεν ήταν μόνο η ζέστη, που την ένιωθες στο στήθος σαν να πνίγεσαι -χωρίς νερό. Ούτε τα κουνούπια που έκαναν κάθετες εφορμήσεις.
Πιο πολύ ήταν η αιφνίδια γνώση, η αποκάλυψη πως δεν ήμουν ακριβώς αυτός που νόμιζα ότι είμαι. Σηκώθηκα απ” το κρεβάτι ιδρωμένος και βγήκα στην αυλή για να σκεφτώ.
Για την ομοιότητα μου με τον Θανάση, τον γκάνγκστερ Θανάση, τον εξαφανισμένο Θανάση, υπήρχαν δύο εξηγήσεις, η μεταφυσική και η λογική.
Η μεταφυσική αναφερόταν σ” αυτά που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ότι ίσως να υπάρχει κάτι μη-υλικό ή κάτι με περισσότερες διαστάσεις απ” τις τέσσερις δικές μας, σαν κι αυτό που αποκαλούμε ψυχή, κάτι που ενσαρκώνεται διατηρώντας κάποιες ιδιότητες, όπως ένα πρόσωπο, το δικό μου, του Θανάση.
Όμως έκανε πολλή ζέστη για μεταφυσικές σκέψεις.
Μία απ” τις γάτες του σπιτιού πέρασε κρατώντας στο στόμα της ένα ποντίκι ή μπορεί να “ταν και νυχτερίδα. Κανένα πονηρό πνεύμα δεν μπορούσε να επιβιώσει στην αυλή.
Η άλλη εξήγηση, η λογική, είχε να κάνει με την κληρονομικότητα. Κάποια χαρακτηριστικά του φαινότυπου μπορεί να εκδηλωθούν, να εμφανιστούν, μέχρι και 7 γενιές μετά.
Οπότε, κοινή λογική, ο Θανάσης ήταν ο προπάππους μου. Η προγιαγιά μου, για την οποία δεν ήξερα τίποτα κι ούτε είχα σκεφτεί να ρωτήσω, να μάθω, λες και δεν υπήρχε, είχε περάσει μία ή περισσότερες νύχτες με τον Θανάση.
Καθόλου παράξενο. Η μοιχεία είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Απ” τη στιγμή που υπήρξε μονογαμία υπήρξε και μοιχεία.
Μοιάζει λες και η απαγόρευση των εξωσυζυγικών σχέσεων να δημιούργησε την ανάγκη γι” αυτές. Δεν είναι έτσι. Απλώς έγινε παράνομο, ηθικά και νομικά, κάτι που πάντα συνέβαινε και θα συνεχίζει να συμβαίνει.
Η προγιαγιά μου γιατί το έκανε; Τότε μόλις συνειδητοποιήσα ότι δεν ήξερα ούτε το όνομα της. Θα μπορούσα να βρω μια φωτογραφία της; Να μάθω ποια ήταν, πώς μεγάλωσε, πότε πέθανε;
Η τυχαία ανακάλυψη του αληθινού μου προπάππου, δημιούργησε έναν καινούριο κόσμο, έναν καινούριο εαυτό για μένα.
Και πώς θα μπορούσα να μάθω περισσότερα;
Άγνοια. Άπνοια. Ο καπνός απ” το τσιγάρο έβγαινε απ” το στόμα μου κι έμενε εκεί, δυο μέτρα πάνω απ” το κεφάλι μου, ακίνητος.
Δεν κουνιόταν φύλλο. Ακούγονταν μόνο τα τριζόνια να τρίζουν τη φωνή τους. Πυγολαμπίδες αναβόσβηναν χαμηλά και πάνω το ίδιο έκαναν και τ” άστρα. Μια γάτα είχε πέσει ανάσκελα κι έψαχνε οξυγόνο για ν” αναπνεύσει.
Το χωριό ήταν σιωπηλό, αναίσθητο μέσα στο βυθό της θάλασσας.
~~
Το επόμενο πρωινό πήγα στο σπίτι του κυρ-Βασίλη. Μόνος, χωρίς τον Τηλέμαχο-Μπομπ.
Καλημέρισα τη Μάρω, όταν κατάφερε ν” ανοίξει. Με αναγνώρισε απ” τα σανδάλια μου. Τα παπούτσια, τα πόδια, ήταν πια το πρόσωπο του ανθρώπου για “κεινη, έτσι όπως ήταν μόνιμα καμπουριασμένη.
– Είσαι ο γιος του Αλέξη.
– Είμαι;
Αντιλήφθηκε την ταραχή στη φωνή μου κι άνοιξε περισσότερο την πόρτα για να μπω.
– Ποια ήταν η προγιαγιά μου; τη ρώτησα σαν βρέθηκα μέσα. Είχε σχέση με τον Θανάση, τον θείο σου, τον Μερικάνο;
Η Μάρω έκλεισε βιαστικά, όσο βιαστικά μπορούσε, απογοητεύοντας τους παπαράτσι που παραμόνευαν απέξω. Μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Πήγαμε στην κουζίνα και μού δειξε μια καρέκλα πλαστική κι άσπρη, μία απ” αυτές τις αντιαισθητικές μηχανές καθίσματος που κατέκλυσαν την Ελλάδα απ” το ογδόντα και μετά.
Με ρώτησε αν ήθελα καφέ, αλλά αρνήθηκα, γιατί κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο θα την απασχολούσε ως το μεσημέρι και μετά θα με ρωτούσε αν ήθελα να φάω μαζί τους μεσημεριανό κι έπειτα χαλβά της κατσαρόλας για γλυκό και βραδινό αργότερα, οπότε όλη η μέρα θα περνούσε παρατηρώντας τη Μάρω να μαγειρεύει σε αργή κίνηση.
– Πώς την έλεγαν;
– Καλά… Δεν ξέρεις τίποτα;
– Γι” αυτό ήρθα. Για να μάθω.
– Είσαι το δισέγγονο ενός νεκρού.
– Του Θανάση εννοείς;
– Αυτό δεν το ξέρω. Άλλο λέω, τι ξέρει το χωριό. Ότι η προγιαγιά σου γκαστρώθηκε με το σπέρμα του πεθαμένου.
Ρώτησα αν μπορούσα να καπνίσω. Ένιωσα ότι θ” άκουγα πράγματα που χρειαζόμουν νικοτίνη για να τ” αντέξω. Η Μάρω δεν απάντησε. Αυτές οι ευαισθησίες ήταν πολύ μεταμοντέρνες για να τους δώσει την παραμικρή σημασία.
– Η Μάρι ήταν ξενομερίτισσα, Σμυρνιά.
– Μάρι; Έτσι τη λέγανε;
Κούνησε το κεφάλι, υπογράφοντας τη ληξιαρχική πράξη. Μάρι.
– Την έφερε στο χωριό ο Διαμαντής, πριν να πεθάνει.
– Ναι. Θα “ταν λίγο δύσκολο να το κάνει μετά.
– Νομίζεις. Έκανε άλλα κι άλλα κι όταν πέθανε.
Σήκωσε το κεφάλι και τέντωσε το λαιμό για να με κοιτάξει καταπρόσωπο, αυστηρά.
– Τι μιλάς; Θες να σου πω να μ” ακούσεις ή θες να πεις ν” ακούσω;
Της έκανα νόημα να ηρεμήσει και της έδωσα τον λόγο, αποκλειστικά.
~~{}~~
Η Μάρι ήταν προσφυγοπούλα. Γλίτωσε μόνη απ” τη Σμύρνη, δεκατεσσάρων χρονών κορίτσι. Βρέθηκε στον Πειραιά μ” ένα βρακί και τις αναμνήσεις μιας χαμένης ζωής, με γαλλικά, πιάνο και το τρανταχτό γέλιο του σταφιδέμπορα πατέρα. Εκεί συνάντησε τον Διαμαντή.
Εκείνος έπαιζε Καραγκιόζη με τον Χαρίδημο, τον πρύτανη. Ήταν βοηθός καραγκιοζοπαίχτη, μαθητευόμενος και παιδί για όλες τις δουλειές.
Ντελαλούσε τις παραστάσεις, έφτιαχνε φιγούρες και σκηνικά, έστηνε τον μπερντέ, έκοβε εισιτήρια, έδιωχνε τους τζαμπατζήδες και κουνούσε τις βουβές φιγούρες την ώρα της παράστασης.
Ο Καραγκιόζης ήταν η μόνη διασκέδαση του λαού. Σινεμάδες δεν υπήρχαν και τα θέατρα ήταν για τους αστούς. Ούτε καν ραδιόφωνο δεν υπήρχε. Αν δεν είχε πανηγύρι ή Καραγκιόζη, μουσική ζωντανή δεν άκουγε ο κόσμος. Εκτός κι αν τολμούσε να πάει στα καταγώγια των χασικλήδων.
~~
Οι περισσότεροι ρεμπέτες πρόσφυγες ήταν. Αυτοί έφεραν τις χιτζάζ κλίμακες και τις πάντρεψαν με τις πεντατονικές παλαιοελλαδίτικες, τα άταστα όργανα με τις κιθάρες, το ντέφι με το νταούλι, τα ηπειρώτικα με τον ανατολίτικο καημό, αυτοί ανέβασαν στο πάλκο τις τραγουδιάρες, επάγγελμα που καμιά αξιοπρεπής γυναίκα δεν θα “κανε.
Έτσι γεννήθηκε μια νέα μουσική, μέσα απ” τ” αποκαΐδια της Μικράς Ασίας και της Κόκκινης Μηλιάς.
Τη Μάρι τη βρήκε να ζητιανεύει η Αργυρώ, που στη Σμύρνη ήταν πλύστρα, κι είχε φάει ψωμί στο νεοκλασικό του σταφιδέμπορα. Τη λυπήθηκε και την πήρε στο μαγαζί που τραγουδούσε, να καθαρίζει.
Εκεί, μέσα στους τεκέδες, με το μάτι να γυαλίζει απ” το χασίς, την είδε ο Διαμαντής. Της μίλησε, γνωρίστηκαν, την κάλεσε σε παράσταση, βγήκαν, φιληθήκαν, ερωτευτήκαν.
Της ζήτησε να τον παντρευτεί και παράτησε εκείνος τον Χαρίδημο, εκείνη τους τεκέδες, για να γυρίσουν στο χωριό του.
~~
Η Μάρι πήγε ξεβράκωτη στο χωριό, χωρίς προίκα, χωρίς βαλίτσα, χωρίς οικογένεια. Κι εξαρχής όλοι την αντιπάθησαν, γιατί “ταν τουρκόσπορος κι είχε στο μάτι της περιφρόνηση, εκείνη που “χε ζήσει στο μαργαριτάρι του Αιγαίου, τη Σμύρνη.
Το χειρότερο απ” όλα για το χωριό ήταν η φωνές που “βγαζε η ξένη κάθε βράδυ. Οι γυναίκες στη συνουσία έπρεπε να μένουν σιωπηλές, να δαγκάνουν τα χείλη τους για να μην ακουστούν. Ομως η Μάρι ξεσήκωνε το χωριό με τις κραυγές και τα λαχανητά της.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, λίγο καιρό μετά ο Διαμαντής πέθανε.
~~
Κανείς δεν κατάλαβε πότε ακριβώς. Είχε τον λύκο, υπήρχαν τα σημάδια, αλλά μετά χάθηκε. Έμεναν μόνοι τους στην παράγκα τους. Ήταν μοναχοπαίδι κι οι γονείς του είχαν πεθάνει την Εποχή της Μεγάλης Αρρώστιας, που κανείς δεν ήξερε τι ήταν κι από πού ήρθε, αλλά αφάνισε πολύ κόσμο πριν σταματήσει, έτσι απότομα πάλι, να υπάρχει.
Αφού δεν τον έβλεπαν πια στο καφενείο οι συγχωριανοί του πίστεψαν ότι είχε πάει στο νοσοκομείο ή στο σανατόριο, το θανατόριο όπως το λέγαν, εκεί όπου μαζεύονταν οι φθισικοί για να πεθάνουν, σαν τους ελέφαντες στο κρυφό τους νεκροταφείο.
Ένα μήνα μετά, κατακαλόκαιρο χωρίς τζιτζίκια, σκασμένα κι εκείνα απ” τη ζέστη, ένα μήνα μετά την εξαφάνιση το χωριό βρώμισε. Έψαξαν να βρουν από πού ερχόταν η μυρωδιά και κατάλαβαν ότι ήταν το σπίτι του Διαμαντή και της ξένης.
Μίλησαν οι χωριανοί με τον πρόεδρο και τον παπά, εκείνοι μίλησαν με τον χωροφύλακα της Ωλένης, κι αφού κανείς δεν έκανε τίποτα ανέλαβαν μόνοι τους να λύσουν το μυστήριο.
~~
Πήγαν στο σπίτι και βρήκαν τις πόρτες ανοιχτές. Ήταν μικρό, δυο δωμάτια όλα κι όλα. Στο “να η κουζίνα με το τραπέζι, στο άλλο το κρεβάτι. Σαν μπήκαν εκεί μέσα κανά δυο λιποθύμισαν κι οι άλλες έμειναν στήλες άλατος.
Στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη γυμνή η Μάρι, μ” ένα σώμα που μόνο ο διάβολος μπορούσε να “χει φτιάξει και τα μάτια να γυαλίζουν. Στο πλάι της ήταν ο Διαμαντής, νεκρός και τουμπανιασμένος, πράσινος, με μύγες να μπαινοβγαίνουν από κάθε τρύπα του.
Έφυγαν τρέχοντας, τραβώντας απ” τα μαλλιά κείνες που “χαν σωριαστεί.
~~
Τα “παν στον πρόεδρο και στον παπά, εκείνοι τα “παν στον χωροφύλακα της Ωλένης, εκείνος ειδοποίησε τον Πύργο, κι έστειλαν τον γιατρό που “ταν για τα εγκλήματα.
Όταν μπήκαν οι χωροφυλάκοι στο δώμα να πάρουν τον νεκρό η Μάρι έμεινε ατάραχη, λες και δεν ήταν πεθαμένος εκείνος που “χε δίπλα της, λες και δεν είχε τα στήθια της γυμνά να στοχεύουν το ταβάνι, λες και δεν είχε τα πόδια της ανοιχτά, με το κόκκινο τρίχωμα να λάμπει από “κει ανάμεσα.
Δεν ήταν έγκλημα. Ο γιατρός βρήκε ότι ο Διαμαντής είχε πεθάνει από πνευμονία, αφού ο λύκος του “χε χαλάσει το ανοσοποιητικό.
Αλλά οι γυναίκες, που ήξεραν ότι οι ανατολίτισσες κατείχαν μυστικές και διαβολικές τέχνες, είπαν ότι του “χε κάνει μάγια η ξένη.
Τον σουλούπωσαν όσο μπορούσαν και τον θάψανε ανήμερα της Παναγιάς. Η Μάρι δεν έκλαιγε ούτε έμοιαζε με χήρα, πιο πολύ με την κόρη ενός νεκρού έμοιαζε, δεκάξι χρονών κορίτσι.
Και σαν έφυγαν όλοι απ” το νεκροταφείο εκείνη έμεινε εκεί, αδάκρυστη κι όρθια, ακούνητη, σαν να “τανε το άγαλμα που κάποιος σπουδαίος γλύπτης έφτιαξε για το μνήμα του Διαμαντή.
Είπαν οι γυναίκες ότι το βράδυ ξάπλωσε στο χώμα και ούρλιαζε σαν γάτα ξανά. Μέχρι ότι έμπαινε μέσα στο χώμα είπαν. Αλλά πριν βγει ο ήλιος γύριζε και κλεινόταν στο σπίτι. Έτσι είπαν.
Και τό “κανε αυτό για τρεις μήνες, μέχρι που έπεσαν τα πρώτα χιόνια.
Απ” το σπίτι της δεν έβγαινε. Ζούσε χάρη στα φαγητά που της αφήναν έξω απ” την πόρτα της. Την αντιπαθούσαν και τη θεωρούσαν μάγισσα και φόνισσα, αλλά δεν μπορούσαν να την αφήσουν να πεθάνει απ” την πείνα. Κανείς δεν πεινούσε, όσο υπήρχε φαΐ στο χωριό.
Κι ο Θανάσης της πήγαινε αυτά που περισσεύαν απ” το τραπέζι τους, παρακούοντας τη μάνα του που τον ξόρκιζε να μην μπει μέσα.
~~
Πέρασε ο χειμώνας κι η άνοιξη, ήρθε πάλι το καλοκαίρι, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι εποχές από τότε που υπάρχει κόσμος. Το χωριό σπάνια μιλούσε για τη Μάρι, σαν να “ταν κι εκείνη νεκρή, ξεχασμένη.
Ώσπου ένα βράδυ του Ιούλη, που “χε ματωμένο φεγγάρι, ακούστηκαν απ” το σπίτι του Διαμαντή λέξεις και φωνές και ουρλιαχτά. Ήταν η Μάρι που φώναζε στα ελληνικά, έβριζε στα τούρκικα και καταριόταν σε γλώσσες άγνωστες, προελληνικές, ακατάληπτες.
Όλη νύχτα κράτησε η αγωνία και κανείς δεν έκλεισε μάτι απ” τον φόβο του. Μέχρι που το πρωί, λίγο πριν δύσει ο Αυγερινός, ακούστηκε κλάμα νεογνού απ” το σπίτι της φόνισσας.
Πήγε η Μαμή και βοήθησε να ελευθερωθεί, να ζήσει το μωρό. Η Μάρι είχε γεννήσει ένα αγόρι, όμως το μέτρημα δεν έβγαινε. Είχαν περάσει έντεκα μήνες από τότε που θάψανε τον Διαμαντή.
Οι άντρες γελούσαν στο καφενείο κι έλεγαν πως ήταν το διαβολόπαιδο, ο Θανάσης, που “χε κάνει τη ζημιά. Οι γυναίκες είχαν άλλη γνώμη. Πίστευαν ότι η ξένη είχε κάνει παιδί με τον νεκρό, με μάγια.
Και λίγες μέρες μετά έγιναν πράγματα που έκαναν και τους άντρες να τρομάξουν.
~~
Το πρώτο σημάδι ήταν ένα κατσίκι με δυο κεφάλια. Μετά μια δεντρογαλιά που μπήκε στην εκκλησία κι έκανε τη φωλιά στον γυναικωνίτη και γέννησε εκεί. Έπειτα πέθανε ένα μωρό, αβάφτιστο, στα καλά καθούμενα. Έτσι όπως κοιμόταν σταμάτησε να αναπνέει.
Όλο το χωριό, κι οι άντρες που πριν γελούσαν, πήγαν στον πρόεδρο και πήγαν στον παπά, κι είπαν να διώξει τη διαβόλισσα απ” το χωριό, να κάνουν λιτανεία, ξορκισμό, κάτι να κάνουν.
Ο παπάς είπε να τη διώξουν, αλλά να περιμένουν να σαραντίσει το μωρό της, για να μπορεί να βγει απ” το σπίτι.
Κι όταν έφτασε εκείνη η μέρα ξεκίνησαν απ” την εκκλησία με την εικόνα του Άι-Δημήτρη για να τους φυλάει και πήγαν στο σπίτι του Διαμαντή για να διώξουν τη μάνα και το παιδί.
Τη βρήκαν γυμνή, όπως την είχε πλάσει ο διάβολος, να θηλάζει το μωρό της. Τα μάτια των αντρών αγρίεψαν απ” το θέαμα κι όρμησαν να την πνίξουν. Αλλά δεν τόλμησαν να την αγγίξουν, ν” αγγίξουν το δέρμα της που “ταν γυαλιστερό κι είχε πάνω της σημάδια σαν γράμματα. Έμειναν δίπλα της, βρίζοντας και θαυμάζοντας, γιατί τέτοιο σώμα, γυμνό και διαβολικό, δεν είχαν ματαδεί.
Η Μάρι ατάραχη περίμενε το μωρό της να χορτάσει γάλα. Μετά πέρασε ανάμεσα απ” τους άντρες και το άφησε στην αγκαλιά της Ειρήνης, της μπακάλισσας που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά.
Έπειτα γύρισε, βγήκε απ” το σπίτι κι έφυγε.
~~{}~~
Περίμενα τη Μάρω να πει κάτι παραπάνω, να τελειώσει την ιστορία. Εκείνη σηκώθηκε, έκανε το σταυρό της, πήγε στον πάγκο της κουζίνας και με ρώτησε αν ήθελα συκαλάκι.
– Κάτσε, κάτσε. Η Μάρι έφυγε; Έφυγε; Πώς έφυγε δηλαδή; Πού πήγε;
– Χάθηκε. Και κανείς δεν την ξανάδε ούτε ξανάκουσε γι” αυτήν.
– Ήταν γυμνή. Μια γυναίκα γυμνή. Δεν χάνονται έτσι απλά οι άνθρωποι, ειδικά οι γυμνές γυναίκες.
– Ποιος το λέει αυτό;
– Η κοινή λογική.
Η Μάρω στράφηκε ολότελα. Δεν με κοίταξε.
– Την άλλη μέρα ο Μπακάνας πέρασε απ” το νεκροταφείο, πηγαίνοντας στις ελιές του. Ο τάφος του Διαμαντή ήταν σκαμμένος. Και το κιβούρι του ήταν άδειο.
Αυτά τα λόγια τα είπε σαν να ήταν απάντηση στην αντίληψη μου για την κοινή λογική.
– Και τι σημαίνει αυτό;
– Εσύ τι καταλαβαίνεις;
– Τίποτα.
– Και τι ρωτάς εμένα; Εσύ “σαι νέος και μορφωμένος. Αν δεν καταλαβαίνεις εσύ τι περιμένεις από μένα;
Ένιωσα την ειρωνία ως το κόκαλο, λες και με χτυπούσε τρόλεϊ καθώς έκανα πίσω για να δω τη Σαγράδα Φαμίλια.
– Και το μωρό, το αγόρι, είναι ο παππούς μου;
– Μπακάλικο δεν είχε; Βελλερεφόντης δεν είναι το επίθετο σου;
– Ναι, αλλά…
Δεν ήξερα τι ήταν αυτό το «αλλά». Πάνω που νόμιζα ότι θα έβρισκα τις ρίζες μου, έβρισκα τον εαυτό μου να πλανιέται ανάμεσα σε μύθους, δεισιδαιμονίες, ιστορίες και Ιστορία.
Ο Θανάσης πεθαμένος κάπου στο Σικάγο, μπορεί με τα δυο πόδια στο τσιμέντο. Η Μάρι γλίτωσε απ” τη Σμύρνη με το μάτι να γυαλίζει και χάθηκε γυμνή στα δάση της Αρκαδίας. Και το μωρό του νεκρού, ο παππούς μου, μεγάλωσε ανάμεσα σε ράφια με ζάχαρη, αλεύρι και κονσέρβες, πριν τον στείλουν οι κομμουνιστές με το γράμμα στην τσέπη.
Σηκώθηκα αργά, λες και κουβαλούσα τα χρόνια της Μάρως.
– Κι όμως… Μοιάζω με τον Θανάση.
– Φτυστός είσαι.
– Αυτό δεν αποδεικνύει κάτι;
Η Μάρω δεν μίλησε, μόνο με οδήγησε στην πόρτα.
– Η μόνη βεβαιότητα, ξεκίνησα να λέω, αλλά με σταμάτησε.
– Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι κάποτε σκαρφάλωνα στα δέντρα και χόρευα στα πανηγύρια και τώρα δεν μπορώ να σταθώ όρθια. Κι ο Βασίλης, επάνω, δούλευε απ” το χάραμα στο χωράφι κι έπινε μια νταμιτζάνα κρασί στην καθισιά του και τώρα χέζεται πάνω του.
Άνοιξε την πόρτα για να φύγω, χωρίς να πει τίποτα άλλο.
Γύρισα στο σπίτι και βρήκα τον Τηλέμαχο στην αγκαλιά της Νέλλης, της μάνας του. Τους αγκάλιασα κι εγώ.
Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι τίποτα δεν διαρκεί πολύ.
Από:
http://sanejoker.info/2015/09/naked.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου