Ὁ Αυτομέδων καὶ τὰ ἄλογα τοῦ Ἀχιλλέως
Ἡ Ποδάγρη
ἦταν μία ἀπὸ τὶς Άρπυιες. Ἀπὸ τὴν ἔνωσή της μὲ τὸν Ζέφυρο, ἔφερε στὸν
κόσμο τὸν Ξάνθο καὶ τὸν Βαλίαν, τὰ δύο ἀθάνατα ἄλογα τοῦ Ἀχιλλέως.
«τῷ δὲ καὶ Αὐτομέδων ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους Ξάνθον καὶ Βαλίαν, τὼ ἄμα
πνοιῇσι πετέσθην, τοὺς ἔτεκε Ζεφύρῳ ἀνέμῳ Ἄρπυια Ποδάγρη βοσκομένη
λειμῶνι παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο» Ἰλ. 16, 150
Τὰ Ἄλογα τοῦ Ἀχιλλέως (Κωνσταντίνου Καβάφη)
Τὸν Πάτροκλο σὰν εἶδαν σκοτωμένο,
ποὺ ἦταν τόσο ἀνδρεῖος, καὶ δυνατός, καὶ νέος,
ἄρχισαν τ’ ἄλογα νὰ κλαῖνε τοῦ Ἀχιλλέως•
ἡ φύσις των ἡ ἀθάνατη ἀγανακτοῦσε
γιὰ τοῦ θανάτου αὐτὸ τὸ ἔργον ποὺ θωροῦσε.
Τίναζαν τὰ κεφάλια των καὶ τὲς μακρυὲς χαῖτες κουνοῦσαν,
τὴν γῆ χτυποῦσαν μὲ τὰ πόδια, καὶ θρηνοῦσαν
τὸν Πάτροκλο ποὺ ἐνοιώθανε ἄψυχο — ἀφανισμένο —
μιὰ σάρκα τώρα ποταπὴ — τὸ πνεῦμα τοῦ χαμένο —
ἀνυπεράσπιστο — χωρὶς πνοὴ —
εἰς τὸ μεγάλο Τίποτε ἐπιστραμένο ἀπ’ τὴν ζωή.
Τὰ δάκρυα εἶδε ὁ Ζεὺς τῶν ἀθανάτων
ἀλόγων καὶ λυπήθη. «Στοῦ Πηλέως τὸν γάμο»
εἶπε «δὲν ἔπρεπ’ ἔτσι ἄσκεπτα νὰ κάμω•
καλύτερα νὰ μὴν σᾶς δίναμε, ἄλογά μου
δυστυχισμένα! Τί γυρεύατ’ ἐκεῖ χάμου
στὴν ἄθλια ἀνθρωπότητα ποὖναι τὸ παίγνιον τῆς μοίρας.
Σεῖς ποὺ οὐδὲ ὁ θάνατος φυλάγει, οὐδὲ τὸ γῆρας
πρόσκαιρες συμφορὲς σᾶς τυραννοῦν. Στὰ βάσανά των
σᾶς ἔμπλεξαν οἱ ἄνθρωποι.»— Ὅμως τὰ δάκρυά των
γιὰ τοῦ θανάτου τὴν παντοτεινὴ
τὴν συμφορὰν ἐχύνανε τὰ δυὸ τὰ ζῶα τὰ εὐγενῆ.
Ἔτσι
περιγράφει ὁ Κωνσταντῖνος Καβάφης τὴν παρακάτω σκηνὴ ἀπὸ τὴν Ἰλιάδα,
τὴν ὁποία ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει στὴν Ραψωδία Ρ, στ. 424 – 458:
Έτσι εκείνοι εμάχονταν· ο σιδερένιος θόρυβος της μάχης
425 ανέβαινε στον χάλκινο ουρανό, περνώντας απ᾽ τον άδειο αιθέρα.
Όμως τα άλογα του Αιακίδη, αποτραβηγμένα μακριά από τη μάχη,
έκλαιγαν, από την ώρα που έμαθαν πως ο ηνίοχος
κυλίστηκε στη σκόνη, χτυπημένος από τον Έκτορα τον ανδροφόνο.
Ο Αυτομέδων, ο ανδρειωμένος γιος του Διώρη,
άλλοτε τα χτύπαε με το ελαφρύ μαστίγιο,
430 άλλοτε τους μιλούσε με λόγια γλυκά και άλλοτε τα φοβέριζε·
εκείνα όμως δεν ήθελαν ούτε να πάνε πίσω στα καράβια
πλάι στον πλατύ Ελλήσποντο
ούτε να μπουν στον πόλεμο μαζί με τους Αχαιούς.
435 Όπως μένει ακίνητη μια στήλη,
που στέκει πάνω στον τάφο ανδρός που πέθανε ή γυναίκας,
έτσι έμεναν ασάλευτα, ζεγμένα στο εξαίσιο άρμα,
με τα κεφάλια χαμηλωμένα στη γη·
ζεστά τα δάκρυα κυλούσαν από τα βλέφαρα τους στο χώμα,
καθώς εμύρονταν αποζητώντας τον ηνίοχο·
η σκόνη ερύπαινε τη θαλερή τους χαίτη
440 που ξέφευγε από τη ζεύλα και χυνόταν ζερβά δεξιά πλάι στο ζυγό.
Όταν τα είδε που εμύρονταν, τα ελυπήθη ο γιος του Κρόνου,
κούνησε το κεφάλι του και είπε μιλώντας στην ψυχή του:
«Αχ δυστυχισμένα, γιατί να σας δώσουμε στον βασιλιά Πηλέα,
αυτός ένας θνητός, και εσείς αγέραστα και αθάνατα.
445 Μήπως για να γνωρίσετε τον πόνο μαζί με τους δύσμοιρους ανθρώπους;
Γιατί από όλα τα πλάσματα που ανασαίνουν και σαλεύουν πάνω στη γη
κανένα δεν είναι πιο θλιβερό από τον άνθρωπο.
Όμως ο Έκτορας, ο γιος του Πριάμου, δεν θ᾽ ανεβεί ποτέ πάνω σε σας
ούτε στο λεπτοδουλεμένο άρμα· γιατί δεν θα τον αφήσω.
450 Δεν του αρκεί αλήθεια που έχει τα όπλα και κομπάζει όπως κομπάζει;
Ορμή στα γόνατα και στην ψυχή σας θα χαρίσω,
για να σώσετε και τον Αυτομέδοντα από τον πόλεμο
και να τον φέρετε στα βαθιά καράβια·
γιατί θα δώσω ακόμα δόξα στους Τρώες,
να σκορπίζουν τον θάνατο, ώσπου να φτάσουν στα καράβια με τα γερά σκαριά
455 και βασιλέψει ο ήλιος και απλωθεί το ιερό σκοτάδι».
Είπε και στ᾽ άλογα εμφύσησε ορμή σφοδρή.
Εκείνα τίναξαν τη σκόνη από τις χαίτες τους χάμω στο χώμα
και ασυγκράτητα έφεραν το γρήγορο άρμα ανάμεσα στους Τρώες και τους Αχαιούς.
Ὁ
Αὐτομέδων ἦταν γιὸς τοῦ Διώρου ἀπὸ τὴ Σκύρο. Ὑπῆρξε φίλος τοῦ Ἀχιλλέα
καὶ ὁ ἔμπειρος ἡνίοχός του κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου. Ὁ
Αὐτομέδων εἶχε ἔρθει στὴν Τροία ἐπικεφαλὴς 10 πλοίων. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ
Ἀχιλλέως, ὁ Αὐτομέδων ὑπηρέτησε ὡς ἡνίοχος καὶ τὸν γιὸ τοῦ ἥρωα, τὸν
Νεοπτόλεμο ἢ Πύρρο.
Στὴν εἰκόνα βλέπουμε πίνακα ζωγραφικῆς τοῦ Henri Regnault, ποὺ ἀπεικονίζει τὸν Αὐτομέδονα μὲ τὰ ἄλογα τοῦ Ἀχιλλέως, 1868.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου