Ο ΧΟΙΡΟΣ
O χοίρος, κάτοικος του χωριού κι’ αυτός σαν τον γάϊδαρο σπάνια κατεβαίνει στην πόλη. Ο κόσμος που γνωρίζει απ’ τα μικρά του χρόνια και τον συγκινεί είναι οι κόττες, ο σκύλος, ο γάϊδαρος, η αγελάδα, η χήνα, η πάπια, κι’ οτι άλλο ζωντανό ζει και χαίρεται μέσα στο χωριό, και ιδιαίτερα εκεί που ανακατεύονται το χώμα με το νερό, η κοπριά, οι σάπιοι κορμοί και τα φλούδια από τα οπωρικά πού απλώνονται στο πλουσιοπάροχο τραπέζι του. Ζει δεμένος και τρώει επί τόπου όλο το χρόνο της ζωής του.
Του Φώτη Βαρέλη.
Είναι, ίσως, ο αμετακίνητος κάτοικος. Κάτω από ένα δένδρο, συκιά, η καρυδιά, η σ’ ενα καλύβι πρόχειρης κατασκευής, περνά τη ζωή του αγόγγυστα, η καλύτερα διαρκώς γογγύζοντας, γιατί ο χοίρος σπάνια σωπαίνει. Είτε ζητά να φάει, είτε τρώει, κι’ όταν κοιμάται ευτυχισμένος μετά το φόρτωμα του στομαχιού του, πάντα μουρμουρίζει, πάντα βγαίνει μέσα απ’ τα παχειά προγούλια του
ένα γρούξιμο, πού θαρρείς είναι η μόνη ψυχική του εκδήλωση.
Αν σταθείς και τον παρακολουθήσεις, θα εξηγήσεις έτσι τή γλώσσα του: « Έφαγα, έφαγα, έφαγα καλά, πολύ ωραία, ήταν νόστιμο το κολοκύθι, χόρτασα, ναι χόρτασα, τώρα πρέπει
να κοιμηθώ, πολύ σωστά να κοιμηθώ… γρ, γρ, γρ…».
Σε κοιτάζει μέσα απ’ τα βαθουλωτά μάτια, τα σκεπασμένα απ ’ το παχύ μάγουλο του καλοφαγά, χωρίς να σε προσέχει και συνεχίζει «τώρα κοιμάμαι, πολύ ωραίο πράγμα ο ύπνος, ποιος είσαι, ξάπλωσε κι’ εσύ… (ωχ! ωχ! τι ωραία!» συνέχεια, ώσπου να σηκωθεί ξαφνικά και να γυρεύει πάλι κάτι να φάει, μουρμουρίζοντας «γρ … γρ… πεινώ … ας βρούμε κανένα σκουλήκι» κι’ αρχίζει να σκάβει το χώμα με το σκληρό του μουσούδι, ώσπου να το κάμει λάσπη. Εκεί μέσα στη λάσπη τρώει, κυλιέται, κοιμάται, ευτυχεί κι’ ολο κάτι λέει μασώντας.
Κάποια φορά σταματάει απότομα και τότε συλλογιέται μ’ εναν τρόπο πού θα τον έλεγες, όχι αυτοσυγκέντρωση, όχι συλλογισμό, ούτε προσοχή σε κάτι ανεξάρτητο απ’ τις ανάγκες του κορμιού του.
Μοιάζει με το μικρό παιδί πού σταματάει απότομα το παιγνίδι και κοιτάζει το ζεστό νεράκι πού έχει βρέξει το βρακάκι του. Κάτι τέτοιο έχει πάθει ο χοίρος.
Κάποιος θόρυβος έφυγε από το αντίθετο μέρος του στρογγυλού κορμιού του, από εκείνο
το μέρος που δεν το είδε ποτέ, γιατί είναι αδύνατο να λυγίσει το κεφάλι ως εκεί.
Ο καϋμένος ο χοίρος έχει δίκαιο να σταθεί έστω και λίγα δευτερόλεπτα συλλογισμένος κι’ αμίλητος, στο θόρυβο του άλλου μέρους του κορμιού του, αφού τα κρυμμένα στο
λίπος μάτια του τίποτα απ΄ το σώμα του δεν έχουν δει, εκτός από τα μπροστινά παπουτσωμένα πόδια, και ζει μ ΄ένα όγκο συνέχεια του μεγάλου του κεφαλιού, που τον αισθάνεται μόνο με την ισορροπία και την ακοή, γιατί κι ΄αυτή η αφή του έχει τόσο απομακρυνθεί με το παχύ στρώμα του δέρματος από τα εγκεφαλικά κέντρα, που δεν νοιώθει ούτε κρύο, ούτε πόνο από αγκάθι, ούτε στενοχώρια.
Ακάθαρτος, επίμονος για φαί, ξέγνοιαστος κι’ ανενόχλητος όταν τρώει στρογγυλαίνει συνεχώς και φτάνει στην πιο αφάνταστη αναισθησία. Αρχίζει να μη τον πειράζει το κοντό σχοινί, μένει ξαπλωμένος με την κοιλιά και το κεφάλι πάνω στα ποδάρια του, τα μάγουλα στο χώμα ώρες ολόκληρες και φτάνει να τρώει αμετακίνητος. Τίποτα απ’ τον εξωτερικό κόσμο δεν μπαίνει απ’ τις αισθήσεις του πια, εκτός απ’ το στόμα. Τα ποντίκια έχουν κάνει τρύπες στο πίσω μέρος του παχιού κορμιού και τούτος δεν μπορεί ούτε να τα δει, ούτε να τα διώξει, ίσως κι ’ ουτε να τα νοιώσει. Δεν παύει βέβαια να γρούζει, άλλα τί να καταλάβεις απ’ αυτό το γρούξιμο; Πόνος, απλώς παλμός της ανάσας, πού θέλοντας και μη κουνάει τη μεμβράνη του φωνητικού οργάνου, η κάποια διαμαρτυρία βαθειά μέσα στα λιπαρά σπλάχνα, του, πού βρήκε τρόπο να ενσαρκωθεί; Πάντως αν αναλογισθείς τους άγριους χοίρους η τούς αμολητούς στα βουνά, πόσο εκείνοι είναι ευκίνητοι και επιθετικοί και ισχυροί, μπορεί να κλάψεις για την κατάντια του και τη σκλαβιά του αυτή, κάτω από το βάρος πού του δημιούργησε το παμφάγο στομάχι του με τη δυνατή του λειτουργία .
Λένε πώς τα ζώα στο συνέδριο πού έκαναν κάποτε στο ξέφωτο του δάσους, δεν κάλεσαν τον χοίρο, γιατί τόν θεώρησαν ανελεύθερο και το πιο σκλαβωμένο ζωντανό κάτω από το νόμο της σκληρής του ανάγκης, τόσο πού θα χρειάζονταν χιλιάδες χρόνια ζωής ελεύθερης για να του δημιουργηθεί μικρή σπίθα συνείδησης της ελευθερίας. Του τα είπε μια χήνα πού του γειτόνεψε μια μέρα. «Μυλόρδε», του είπε, «πολύ με στενοχώρησε η αντίληψη πούχουν τ΄αλλα τετράποδα για σένα» και του εξέθεσε με τα νι και με το σίγμα τις απόψεις της. Εκείνος καθώς έβλεπε τη χήνα να πηγαινοέρχεται μπροστά του, δεν έπαψε ούτε στιγμή να γρούζει. «Ναι, ναι, καλώστην, φάε ό,τι βρείς, καλώς ώρισες… γρ… γρ…» ώσπου την ανάγκασε ν’ αλλάξει αντίληψη, όπως τον έβλεπε ξαπλωμένο και λασπωμένο από τα νύχια ως τη κορφή. «Αυτός παιδί μου μοιάζει ευτυχισμένος… ευτυχισμένος πολύ! Οι αξίες της ζωής… η καθαριότητα… η ευθιξία… η τιμιότητα, η δύναμη, η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η ανησυχία, τέλος πάντων, δεν υπάρχουν γι’ αυτόν… κι’ ούτε μοιάζει σοφιστής… Νάναι λες ο πιο βαθυστόχαστος… ο πιο ελεύθερος απ’ ολους μας; Δεν είναι μαθές πιο ολοκληρωμένος, δεν μοιάζει πιό τέλειος, πιό στρογγυλεμένος αυτός πού δεν έχει ανάγκες, ανησυχίες, ερωτήματα, πόθους;…
Εγώ τρέχω, πάω ψηλά στα βουνά, πάω κάτω στον κάμπο, μπαίνω στη λίμνη, και πετώ αρκετά, κι’ ομως πάντα για κλαίω. Στον αέρα ζηλεύω τον αετό, στη λίμνη ζηλεύω τα ψάρια, μισώ τα λειψά μου φτερά, μισώ τ’ αηδόνι…». Αυτά είπε η χήνα μόνη της, γιατί εκείνος κοιμόταν γρούζοντας, κι’ εφυγε.
Ο χοίρος σε κανέναν δεν έχει να πει τίποτα και ποτέ δεν κοιτάζει ψηλά. Κανένα δένδρο, κανένα ζώο, κανένα όνειρο που να του σηκώσει το κεφάλι απ’ το χώμα πάνω στο οποίο ζει. Εκεί μέσα κοιτάζει όχι από ταπεινότητα, όχι με το μάτι, αλλά με τήν όσφρηση και πιο πολύ με τη γεύση. Αν τον λύσεις δεν θά μείνει χωράφι που να μην το οργώσει με το μουσούδι του. Τον ικανοποιούν τα σκουλήκια, οι ρίζες, το νερό, τα χόρτα. Όλα αλέθονται από τα λαίμαργα εντερά του κι’ ο,τι φάει γίνεται λίπος, πού τον δένει με το βάρος του πάλι με τη γη.
Αν ήταν αστρονόμος θάχε άλλες αντιλήψεις για τη βαρύτητα.
Αν ο πετεινός θεωρεί απαραίτητο καθήκον νά φροντίσει τις κόττες σάν ιππότης καί νά δώσει τις μετεωρολογικές του παρατηρήσεις απαρεγκλίτως καί ευσυνειδήτως γιά τήν εξυπηρέτηση τής άνθρωπότητας σ’ ολη του τή ζωή, άν ο γάϊδαρος έχει αναπτύξει σέ μεγάλο βαθμό τήν αντοχή, ανοχή καί έργατικότητά του στήν εξυπηρέτηση του ανθρώπου ακολουθώντας την ρήσιν «αλλήλων τά βάρη βαστάζετε», άν ο σκύλος αξιολόγησε σέ αρετές μεγάλες τήν όσφρηση, τήν ταχύτητα καί τήν αγριάδα του κι’ εγινε ο έμπιστος φύλακας τών ταπεινών προβάτων καί τού φτωχού ξωτάρη μέ αφοσίωση πού αγγίζει τά όρια της δουλοφροσύνης, άν η γάτα καλλιεργήθηκε σέ αθλήτρια αφάνταστης ευκινησίας, έτσι πού νά καθαρίζει τά σπίτια τών φτωχών ανθρώπων από τά ποντίκια καί τά λογής, λογής ζουζούνια ερπετά, ο χοίρος ένα χρέος έχει: Νά παχαίνει. Κι’ αυτό πάλι δεν
τόν απασχολεί σάν χρέος απέναντι της ζωής άλλα σάν ανάγκη. Είναι πραγματικά βέβαιο ότι η ανάγκη καί τό χρέος γιά τούς φιλοσόφους είναι ατελείωτο πρόβλημα καί μεγάλη συζήτηση, μά ο χοίρος δέν ανήκει πια σέ καμμιά φιλοσοφική σχολή. Έχει πάψει από πολλά χρόνια νά σκέπτεται. Αυτός απλώς πεινά. Πεινά καί τρώει, ζει καί παχαίνει, χωρίς νά περιμένει. Κι’ ετσι δέν νοιώθει κανένα σκοπό πού νά τόν πούμε καί καλό σκοπό, κι’ άς είναι τό ζώο τής μεγάλης θυσίας τής παραμονής των Χριστουγέννων.
Κι’ ομως εκείνη τήν ήμερα, τήν ώρα πού μπήγεται τό μακρύ μαχαίρι στό παχύ του προγούλι, τότε είναι πού βγάζει τήν στριγλή του φωνή μ’ ολη τή λαχτάρα… Γεμίζει τις πρωινές ώρες ο σπαραγμός του όλο τό χωριό. Είναι ένα κλάμα ομαδικό πού δέν τό ωνειρευόταν ποτέ, αλλοιώς δέν θάτρωγε τόσο τό δύστυχο αυτό, ευτυχισμένο πριν ζωντανό, πούτρωγε, έτρωγε, πάχαινε γιά νά φτάσει τά 300 κιλά σ’ ενα κορμί πού έχει τό ένα έκτο των διαστάσεων ενός βοδιού καί τό διπλάσιο βάρος από εκείνο!! Θαρρείς πώς η προϊστορική σύνθεση τού κυττάρου πού τό έπλασε, εκείνη τήν ήμέρα βρίσκει τή φωνή της διαμαρτυρίας του νά τήν ρίξει κλάμα απέναντι στην αρμονία τού σύμπαντος.
Ακόμα καί στον πολλαπλασιασμό τής γενιάς του είναι πλούσιος ο χοίρος. Η γουρούνα γεμίζει τήν κοιλιά της μέ τόν ίδιο τρόπο πού τρώει. Ως 12 γουρουνάκια μπορεί νά ξεφουρνίσει πρός τέρψιν τής ίδιας καί τού νοικοκυριού της, τά όποια ευθύς μετά τήν γέννηση κυλιούνται γρούζοντας δίπλα της μέ τό στρογγυλό κορμάκι τους.
Ο αμίλητος γάϊδαρος κι’ η ήρεμη αγελάδα μέ τό μοναχο παίδι τους βλέπουν τήν πολυπληθή οικογένεια της γουρούνας καί συλλογιούνται: «Τί οικογένεια! Πώς κυλιούνται όλα μέσα στή λάσπη, σέ τί ακαθαρσία!». Μά η γουρούνα, ξαπλωμένη ανάσκελα, σχεδόν όλο γρούζει τραγουδώντας τήν ευτυχία της, ενώ στήν πολύμαστη κοιλιά σπρώχνουν βυζαίνοντας τόσα στοματάκια κατακόκκινα από υγεία!
Η γάτα τή συμβούλεψε νά πλυθεί καί της έδειξε τόν τρόπο και τήν τουαλέττα. Η γουρούνα τήν άκουσε μέ κλεισμένα μάτια καί τής απάντησε: «Τράβα στ’ ακάθαρτα ψωριάρικα τυφλά σου παιδιά! Δέν βλέπεις τί παχουλά καί πόσο καθαρά είναι τα δικά μου; Τράβα κουτσομπόλα καί πλύσου όσο θέλεις! Ψύλλους θάσαι γεμάτη καί ψώρα!», τής είπε καί ο σκύλος πού την είχε στό στομάχι γιά τήν τεμπελιά της. Κι’ η γάτα πήρε δρόμο νιαουρίζοντας όπως πάντα.
Ο πετεινός τ΄ακουσε καί τό διαλάλησε στίς κόττες του, ενώ την ίδια στιγμή τό μουλάρι δίπλα, χτύπησε τό πόδι του, για να φύγουν οι μύγες απ’ τά καπούλια του. Κι΄ αληθινά, όταν μια μέρα είδαν τόν χοίρο σφαγμένο, πλυμένο καί καθαρισμένο στό τσιγκέλι, απόρησαν όλα τά ζώα μέ τό κάτασπρο και κατακάθαρο κορμί τού χοίρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου