Posted: 26 Feb 2012 03:16 AM PST
|
Γ. Γαΐτης |
« Μήγαρις ἔχω ἄλλο ᾽ς τὸ νοῦ μου, πάρεξ ἐλευθερία καἰ γλῶσσα;» αναρωτιόταν ο Ποιητής στο έργο «Διάλογος» του Δ. Σολωμού (που δυστυχώς δεν διασώζεται ολόκληρο). Ένα ερώτημα που γυρίζει στον καθένα σήμερα και μάλλον θέλει να μείνει καλλίτερα αναπάντητο μπροστά στο κενό που αφήνει μια πιθανή απάντησή του. Η ελευθερία δεν είναι παρά προϋπόθεση της γλώσσας και η γλώσσα προϋπόθεση της ίδιας της ελευθερίας, και έτσι, όπως γράφει ο Ποιητής, « ἀγκαλιασμέναις καὶ οἱ δύο θέλει προχωρήσουν εἰς τὸ δρόμο τῆς δόξας».
Έναν αιώνα αργότερα, ένας άλλος ποιητής, ο Πάνος Θασίτης, δυστυχώς ξεχασμένος και αυτός, έγραφε - με το ειρωνικό μειδίαμα μιας λύπης και συγκρατημένης οργής - για αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σήμερα ως την πιο βαρβαρική υποταγή αυτής της χιλιόχρονης, πλούσιας και ελεύθερης γλώσσας. .. Ἑλληνικὰ «νηρόν» ὔδωρ μὴ ἔιπης, ἀλλὰ «πρόσφατον» «ἀκραιφνὲς» «συκχαίνομαι» τῷ ὄντι ναυτίας ἄξιον τοὔνομα, ἀλλ᾽ἔρεῖς «βδελύττομαι» ὡς Ἀθηναῖος... τὸ μὲν «μάγειρος» δόκιμον, τὸ δὲ «μαγειρεῖον» οὐκέτι, Φρύνιχος 200 μ.Χ.
Ὄχι φτωχός, ἀλλ᾽ἄπορος ἢ πιὸ καλὰ βιοπαλαίων ἢ ἐκεῖνο τὸ ἔξοχο, τὸ τέλειο, τ᾽ἀρνητικὸ μὴ πλούσιος – τὸ κυριολεχτικό. – Οὔτε ψεύτης – ἀκούγεται ἄσχημα, ἔνοχλεῖ – ἀλλὰ μῆ λέγων τὴν ἀλήθεια – ὅλη, μὴ εὐθής, μὴ αὐθορμήτως ὅμιλώντας τέλος πάντων, ἢ – γιατὶ ὄχι; – και σκεπτικιστὴς καὶ τὸ πολύ-πολὺ καὶ μόνον ἐν ἐσχάτη ἀνάγκη, ἀνειλικρινής. Κι ἀντὶ τὸ βάρβαρο χυδαῖο κλέφτης ὄχι μὲ ἀπολύτως καθαρὰς τὰς χεῖρας, ὄχι – μὲ τ᾽αὐστηρὰ τ᾽ἀπόλυτα τὰ μέτρα, τἀ ἀπάνθρωπα στὸ κάτω-κάτω – ἀνιδιοτελής, ὄχι ἀρνητής - ἀνθρώπινο – τῶν έγκοσμίων.
Τί πλοῦτο ἔχει ἡ γλώσσα μας. Τί θησαυρός αὐτὰ τὰ ἑλληνικά!
Δυστυχώς, οι λέξεις, τα όρια του κόσμου μας, φαίνεται να ήταν τα πρώτα σιωπηλά θύματα μιας βίας μακρόχρονης και αποκρουστικής, μιας βίας απότοκης μεγάλων εργατών ανελευθερίας, που δεν δίστασαν μέχρι σήμερα να απονοηματοδοτήσουν ακόμη και τις λέξεις πατρίδα, δημοκρατία, παιδεία και να ασελγήσουν πάνω στο κορμί μιας όλο και πιο αδύναμης κοινωνίας.
Κάθε λέξη, ένας ήχος δίχως αυτόνομο νόημα, δεν είναι παρά ένα σύμβολο που μας παραδίνεται και εμπλουτίζουμε με τη συλλογική μας αναφορά στην εμπειρία, ένας φορέας πλούτου βιωματικού και διαχρονικού. Κάθε λέξη αποτελεί, μάλλον, την βάση όχι μόνο για να κοινωνούμε τις προσωπικές και μη εμπειρίες, τις σκέψεις και τις ιδέες, αλλά και βάση για την ελευθερία και την δυναμική της προσωπικής μας σκέψης. Άλλωστε, η γλώσσα για πολλούς φιλοσόφους είναι αναπόσπαστο μέρος της λογικής και η φθορά της πρώτης συνεπάγεται σχεδόν νομοτελειακά περιορισμό της τελευταίας. Το σημαντικό όμως είναι πως ο εκφυλισμός μιας γλώσσας, ιδιαίτερα μέσα από την σταδιακή αποσήμανση (ή και η οργουελική διαστροφή) των ίδιων των λέξεων πιθανώς απειλεί ευθέως, όχι μόνο τα άτομα, αλλά και την συνοχή της κοινωνίας από την στιγμή που χάνεται η κοινή βιωματική αναφορά, από την στιγμή που οι άνθρωποι καταδικάζονται σε μια συνεννόηση εξ αρχής υποτυπώδη και κατ᾽ ουσία χρηστική.
Την ίδια στιγμή που «τα εθνικά σύνορα και η εθνική κυριαρχία περιορίζονται χάριν της ειρήνης, της ευημερίας και της ασφάλειας στην διευρυμένη Ευρώπη» όπως γνωστή πολιτικός ανακοίνωσε πριν λίγα χρόνια, το επάγγελμα και η εργασία, στοιχεία βασικά της ανθρώπινης ζωής αλλά και ουσιώδη μέρη της προσωπικής ταυτότητας, μετονομάζονται σε απασχόληση, στην παράπλευρη και δίχως όρους συγκυριακή δουλειά/-εία προετοιμάζοντας μια νέα κουλτούρα. Η απόλυση ονομάζεται μη ανανέωση σύμβασης Ομοίως, η τιμωρία και η κοινωνικοποίηση παρα-νόμων χρεών μετονομάζεται σε λιτότητα με την εξ ορισμού αυτενοχοποίηση και την παραδοχή της υπαιτιότητας. Ο θεωρούμενος «πολιτικός» λόγος ευτελίζει την γλώσσα σε καταναλωτικό προϊόν και οι λέξεις κενώνονται από κάθε σημασία ή νόημα που ανταποκρίνεται στις κοινές αναφορές. Η λέξη πατρίδα χάνει την νοηματική της υπόσταση και αναφέρεται πλέον σε ένα αόριστο ιδεώδες δίχως πραγματική αναφορά. Η δημοκρατία θυσιάζει την Δημο-κρατία στην θέση ενός φτιασιδωμένου ολοκληρωτισμού. Η παιδεία καταντά συνώνυμη έννοια της απομνημόνευσης και αφομοίωσης δεδομένων με σκοπό την επαγγελματική αποκατάσταση ενώ ο πολιτισμός, νόημα που προεκτείνεται σε κάθε πτυχή του τρόπου του βίου, περιορίζεται πλέον ως θεματική αρθρογραφίας για το κυριακάτικο περιοδικό.
Η ταυτότητα του ατόμου αδυνατεί να προσδιοριστεί δίχως τις απαραίτητες έννοιες που νοηματοδοτούν τον βίο ενός ανθρώπου. Χώρος για τον Πολίτη πια δεν υπάρχει και ο κοινός νους δεν ακούγεται μέσα στον άσχημο θόρυβο των ταριχευμένων λέξεων, ένας θόρυβος που μας αποκόβει από κάθε δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας. Χάνουμε την γλώσσα μας, χάνουμε την ελευθερία μας. Το ερώτημα του Δ. Σολωμού μένει μετέωρο, ενδεικτικό μιας νέας Άλωσης.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου