Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΒΑΦΗ

Το ξεχασμένο ποίημα
Αντί για επιλόγου θα παραθέσουμε το πνευματικό μεγαλείο του Καβάφη για το δράμα και την ατίμωση της 29ης Μαΐου 1453. Όπως στο «Άγε ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων», έτσι και στο ποίημα «Πάρθεν» (δηλ. Πάρθηκε) ο μεγάλος Αλεξανδρινός εισάγει -μέσα σε μια ήρεμη σχετικά εξιστόρηση-  ένα άλλο στοιχείο, εποχικό, από μια απόμακρη, απωελληνική, τραπεζούντια σκοπιά.
Και τότε η αφήγηση στην ντοπιολαλιά κάνει απολύτως οικείο τον ιστορικό χωροχρόνο, η δραματικότητα της όλης σύνθεσης εκτινάσσεται, το «Πάρθεν» απογειώνεται ως μονολεκτική τραγωδία
Είναι απορίας άξιο για ποιο λόγο ο Καβάφης δεν κοινοποίησε αυτό το αριστουργηματικό ποίημά του, αλλά προτίμησε να το κρατήσει στην άκρη, μάλλον για παραπέρα «παιδεμό»:
Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.

Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.

Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου