Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Το Τυφλό Σοκάκι


Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με ερωτικό θέμα, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 19 Αυγούστου του 1906 στην εφημερίδα Νέον Άστυ. Στο έργο αυτό του Παπαδιαμάντη, στο οποίο τα νήματα της ιστορίας κινεί το ερωτικό τρίγωνο ενός ζευγαριού με τον κουμπάρο, κυριαρχούν η ειρωνεία, το χιούμορ και η κριτική διάθεση. «Με μια (χωρίς ίχνος ηθικολογίας) ελαφράδα, θυμίζει ίσως κινηματογραφικές κωμωδίες του Μπέργκμαν» αποφαίνεται ο κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας Μισέλ Φάις.
   Καλὸν κι αγαπημένον ανδρόγυνον ο Γιάννης ο Ζουγράκης κι η Ρηνούλα της Κοφινούς. Ολίγον μετὰ τον γάμον, αφοῦ μετεκομίσθησαν την παραμονήν, κατὰ την τάξιν, εκτεθειμένα επὶ δύο αμαξών τα προικιά της νύφης ―καθρέπται καὶ κομὰ καὶ μεταξωτὰ παπλώματα απλωμένα επὶ της αμάξης― και αφού παρήλασαν την Κυριακὴν επί εικοσάδος αμαξών οι καλεσμένοι, πληρώσαντες έκαστος το αγώγι του, κατά το έθος και αφού, μεθ᾿ όλας αυτὰς τας δύο παρελάσεις, έμεινεν ακόμη η νύφη εις την οικίαν της μητρός, και μετά την θρησκευτικήν τελετὴν του γάμου. Τέλος, ο κοσμικὸς γάμος ετελέσθη μίαν Κυριακὴν μετὰ το Πάσχα και το νεαρόν ανδρόγυνον εκατοίκησεν εις ένα «δρόμον που δεν βγαίνει», ολίγον παρακάτω από την κεντρώαν πλατείαν της λαϊκής συνοικίας.
    Εκεί μέσα ολίγαι οικογένειαι εκατοικούσαν και όλοι εγνωρίζοντο μεταξύ των. Υπήρχε και εις μπεκιάρης, άγαμος, εκεί, κατοικών αντικρύ της οικίας του Ζουγράκη. Ήτο ο Ηλίας ο Ξίδερης, μαραγκός, κι έκαμνε τον τραγουδιστήν. Απετέλει μέρος χορού εις μίαν εκκλησίαν, όπου είχεν εισαχθή η καντάδα. Αργότερα προσελήφθη ως αριστερός εις ένα μικρόν ναόν, όπου ο επίτροπος, πατριώτης του, μεγάλως τον επροστάτευεν.
    Εκεί εξηκολούθει να ψάλλη με ύφος γελοίως ξενίζον. Φανταζόμενος τον εαυτόν του ικανόν να ψάλλῃ και κατά τα δύο συστήματα ―το βέβαιον είναι ότι ήτο απλούς ξυλοσχίστης― είχεν ερωτήσει τον προστάτην, τον χαμωθιόν του·
   ― Πῶς θέλετε να ψάλλω; Βυζαντινά, ή σας αρέσει, πιστεύω…
   ― Τι ξέρω εγὼ απ᾿ αυτά! απήντησεν ηλιθίως ο επίτροπος. Εγώ, από το παγκάρι, κοιτάζω μόνον τις μισότριβες που έρχονται…
   Ήτο μάλλον μετριοφροσύνη εκ μέρους του να το λέγη. Το αληθὲς ήτο, ότι ενδιεφέρετο πολύ περισσότερον δια τις δεκάρες παρά δια κάθε άλλο.
    Εις άνθρωπος εσύχναζε καθημερινώς εις του Σγουράκη. Ο κουμπάρος. Το ανδρόγυνον έζη εν ομονοίᾳ. Τρία ωραῖα παιδία, λευκὰ και ξανθὰ ως η μήτηρ των, είχον έλθει εις τον κόσμον εις διάστημα τριών ετών και δύο μηνών.
    Ο κουμπάρος ήτο πολὺ συνδεδεμένος με την οικογένειαν. Εκεί συνήθως εδείπνει, όχι σπανίως εκοιμάτο εκεί. Ήτο άγαμος. Εις το ίδιον οίκημά του, ευρισκόμενον άδηλον που, θα εφαίνετο πολὺ ολιγώτερον συχνὰ παρά εις του κουμπάρου του.
    Ήτον εις νέος με γυαλάκια, λιμοκοντόρος μάλλον, ο οποίος έκαμνε τον μικρομεσίτην. Ὁ Ζουγράκης ἢ Σγουράκης ήτο ξυλουργὸς το επάγγελμα, συντεχνίτης του Ηλία του Ξίδερη, με τον οποίον εγνωρίζοντο καλά.
    Ο Ξίδερης είχε λύσει ήδη καταφατικώς, πολλά έτη πριν τούτο αναφυή, το γελοίον ζήτημα «Να το λέμε;», το οποίον ερρύπανέ ποτέ, όπως και τόσα άλλα, τους τοίχους των αθηναϊκών κτιρίων. Κανεὶς ποτὲ δεν εσκέφθη, ότι το καθαυτὸ ερώτημα θα ήτο: «Να είμεθα κατάσκοποι;» Διότι χρηστὸς άνθρωπος, γείτων ή όχι, μη πολυπραγμονών, μη ζηλεύων τας γυναίκας όλου του κόσμου και δια λογαριασμὸν όλων των ανδρών, δεν θ᾿ ανελάμβανε ποτέ την φροντίδα δι᾿ αθεμίτων μέσων να ζητή να βεβαιωθῇ περὶ της αρετῆς γυναικός.
   Αλλ᾿ ο περὶ ου ὁ λόγος ξυλουργός, ψάλλων νόθα μέλη εις εκκλησίαν καὶ προστατευόμενος του επιτρόπου, του κοιτάζοντος «τις μισότριβες», επίστευεν ως τόσον τέλειον τον εαυτόν του ―τις οίδεν αν είχεν αποτύχει εις επιχείρησίν τινα κατά της ιδίας γυναικός!― ώστε χρέος του ενόμισε ν᾿ αναλάβῃ την ηθικοποίησιν της κοινωνίας.
   Είχε κατασκοπεύσει τον «κουμπάρον» εισερχόμενον εν απουσίᾳ του συζύγου, και, ως ελέχθη, εβεβαιώθη περὶ του ολισθήματος της γυναικός. Φαίνεται δε ότι είχε διοργανώσει προς τούτο τακτικὴν πολιορκίαν, εις την επιτυχίαν της οποίας πολὺ συνέτεινε το «τυφλὸ σοκάκι», το αδιέξοδον του δρόμου ― όπου ηδύνατό τις να φλομώσῃ  άνθρωπον ως χταπόδι στο θαλάμι του, και να τον συλλάβῃ ὡς ποντικόν.
   Την ίδίαν εσπέραν ο Ξίδερης έσπευσε να καταγγείλη το πράγμα εις τον σύζυγον.
    Τώρα, μετά τόσα έτη, το τυφλὸ σοκάκι ευρίσκεται ακόμη εκεί. Ο δρόμος εξακολουθεί ακόμη να «μη βγαίνῃ».
   Μετά πολλάς θορυβώδεις σκηνάς και μετά την απομάκρυνσιν του συζύγου, ο «κουμπάρος» του συνοίκησε φανερά με την κουμπάρα του. Η Ρηνούλα εξακολουθεί κατ᾿ έτος να γεννοβολά. Έχει, αν δεν απατώμαι, πλέον της μισής δουζίνας παιδιά «παρδαλά», όλα εις βάρος του κουμπάρου. Την πατρότητα των τριών πρώτων ηρνήθη εκ των υστέρων ο πρώην σύζυγος.
   Και ο Ηλίας ο Ξίδερης εξακολουθεί να φρονῇ, ότι «έκαμε τὸ χρέος του».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου