Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ

Cavafy1900.jpg
  1. Ο ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ
    Πιστεύω τό Μετέπειτα. Δέν μέ πλανοῦν ὀρέξεις
    τῆς ὕλης ἤ τοῦ θετικοῦ ἀγάπη. Δέν εἶν’ ἕξις
    ἀλλ’ ἔνστικτον. Θά προστεθεῖ ἡ οὐρανία λέξις
    εἰς τῆς ζωῆς τήν ἀτελῆ τήν ἄλλως ἄνουν φράσιν.
    Ἀνάπαυσις καί ἀμοιβή θέλουν δεχθῆ τήν δρᾶσιν.
    Ὅτε διά παντός κλεισθῇ τό βλέμμα εἰς τήν Πλάσιν
    θά ἀνοιχθῇ ὁ ὀφθαλμός ἐνώπιον τοῦ Πλάστου.
    Κῦμα ἀθάνατον ζωῆς θά ῥεύσῃ ἐξ ἑκάστου
    Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ – ζωῆς ἀδιασπάστου.
    [1892]
  2. ΕΝ ΤΩ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩ
    Ὅταν ἡ μνήμη εἰς τό κοιμητήριον
    τά βήματά σου διευθύνει,
    μ’ εὐλάβειαν τό ἱερόν μυστήριον
    τοῦ σκοτείνου μας μέλλοντος προσκύνει.
    Τόν νοῦν σου ὕψου πρός τόν Κύριον.
    Πρό σοῦ
    τῶν ἀπεράντων ὕπνων ἡ στενοτάτη κλίνη
    κεῖται ὑπό τό ἔλεος τοῦ Ἰησοῦ.
    Ἡ προσφιλής θρησκεία μας τά μνήματα
    τόν θάνατον ἡμῶν σεμνύνει.
    Τῶν ἐθνικῶν τά δῶρα καί τά θύματα
    καί τάς πομπάς δέν ἀγαπᾶ ἐκείνη.
    Χωρίς ἀνόητ’ ἀναθήματα
    χρυσοῦ,
    τῶν ἀπεράντων ὕπνων ἡ στενοτάτη κλίνη
    κεῖται ὑπό τό ἔλεος τοῦ Ἰησοῦ.
    [1893]
  3. ΤΡΟΜΟΣ
    Τήν νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου,
    τόν νοῦ καί τήν ψυχή μου φύλαττέ μου
    σάν γύρω μου ἀρχινοῦν καί περπατοῦνε
    Ὄντα καί Πράγματα πού ὄνομα δέν ἔχουν
    καί τ’ ἄσαρκα ποδάρια των στήν κάμαρή μου τρέχουν
    καί κάμνουν στό κρεββάτι μου κύκλο γιά νά μέ διοῦνε –
    καί μέ κυττάζουν σάν νά μέ γνωρίζουν
    σάν νά καγχάζουν ἄφωνα πού τώρα μέ φοβίζουν.
    Τό ξέρω, ναί, μέ καρτεροῦνε
    σάν βδελυρούς καιρούς νά μελετούνε
    ὁπόταν ἴσως σέρνομουν μαζύ των – μές τό σκότος
    μέ τά ὄντα καί τά πράγματα αὐτά ἀνακατευμένος.
    Κι ἀποφρενιάζουν ὁ καιρός νά ξαναρθῇ ὁ πρῶτος.
    Μά δέν θά νἄρθῃ πιά ποτέ˙ γιατί εἶμαι ἐγώ σωμένος,
    εἰς τοῦ Χριστοῦ τ’ ὄνομα βαπτισμένος.
    Τρέμω σάν αἰσθανθῶ τό βράδυ
    σάν νοιώσω πού μές στό βαθύ σκοτάδι
    ἐπάνω μου εἶναι μάτια καρφωμένα…
    Κρύψε με ἀπό τήν ὅρασί των Δέσποτά μου.
    Καί σάν μιλοῦν ἤ τρίζουνε, μή ἀφίσεις ὥς τ’ αὐτιά μου
    κἀνέν’ ἀπό τά λόγια των ναρθῇ τά ἀφορεσμένα,
    μήν τύχῃ καί μές στήν ψυχή μου φέρουν
    κἀμμιά φρικώδη ἀνάμνησι ἀπ’ τά κρυφά πού ξέρουν.
    [1894]

  4. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
    Plus au fond, tout au fond, dans la Maison de l’ Ame,
    Oừ vont et viennent et s’ asseoient autour d’un feu,
    Les Passions avec leurs visages de femme.
    RODENBACH
    Μέσα στό Σπίτι τῆς Ψυχῆς γυρίζουνε τά Πάθη –
    ὡραῖες γυναῖκες στά μεταξωτά
    ντυμένες, καί μέ σάπφειρους εἰς τό κεφάλι.
    Ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἕως μέσα εἰς τά βάθη
    ὁρίζουνε τές αἴθουσες ὅλες. Στήν πιό μεγάλη –
    τές νύχτες πού τό αἶμα των ζεστάθη –
    χορεύουνε καί πίνουνε μέ τά μαλλιά λυτά.
    Ἔξω ἀπ’ τές αἴθουσες χλωμές καί κακοεντυμένες
    μέ φορεσιές ἑνός παληοῦ καιροῦ,
    ἡ Ἀρετές γυρίζουν καί μέ πίκρα ἀκοῦνε
    τήν ἑορτή πού κάμνουνε ἡ ἑταῖρες μεθυσμένες.
    Στῶν παραθύρων τά ὑαλιά τά πρόσωπα κολνοῦνε
    καί βλέπουν σιωπηλές, συλλογισμένες,
    τά φῶτα, τά διαμαντικά, καί τ’ἄνθη τοῦ χοροῦ.
    [1894]


  5. Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΙΣ
    Πλήν σάν εὑρέθηκε μέσα στό σκότος,
    μέσα στῆς γῆς τά φοβερά τά βάθη,
    συντροφευμένος μ’ Ἕλληνας ἀθέους,
    κ΄ εἶδε μέ δόξαις καί μεγάλα φῶτα
    νά βγαίνουν ἄϋλαις μορφαίς ἐμπρός του,
    φοβήθηκε γιά μιά στιγμή ὁ νέος,
    κ’ ἕνα ἔνστικτον τῶν εὐσεβῶν του χρόνων
    ἐπέστρεψε, κι ἔκαμε τόν σταυρό του.
    Ἀμέσως ἡ Μορφαίς ἀφανισθῆκαν˙
    ἡ δόξαις χάθηκαν – σβύσαν τά φῶτα.
    Οἱ Ἕλληνες ἐκρυφοκοιτταχθῆκαν.
    Κι’ ὁ νέος εἶπεν˙ «Εἴδατε τό θαῦμα;
    Ἀγαπητοί μου σύντροφοι, φοβοῦμαι.
    Φοβοῦμαι, φίλοι μου, θέλω νά φύγω.
    Δέν βλέπετε πῶς χάθηκαν ἀμέσως
    οἱ δαίμονες σάν μ’ εἴδανε νά κάνω
    τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ τό ἁγιασμένο;»
    Οἱ Ἕλληνες ἐκάγχασαν μεγάλα˙
    «Ντροπή, ντροπή νά λές αὐτά τά λόγια
    σέ μᾶς τούς σοφιστάς καί φιλοσόφους.
    Τέτοια σάν θές εἰς τόν Νικομηδείας
    καί στούς παππάδες του μπορεῖς νά λές.
    Τῆς ἔνδοξης Ἐλλάδος μας ἐμπρός σου
    οἱ μεγαλείτεροι θεοί φανῆκαν.
    Κι’ ἄν φύγανε νά μή νομίζῃς διόλου
    πού φοβηθῆκαν μιά χειρονομία.
    Μονάχα σάν σέ εἴδανε νά κάνῃς
    τό ποταπότατον, ἀγροῖκον σχῆμα
    συχάθηκεν ἡ εὐγενής των φύσις
    καί φύγανε καί σέ περιφρονῆσαν».
    Ἔτσι τόν εἴπανε κι’ἀπό τόν φόβο
    τόν ἱερόν καί τόν εὐλογημένον
    συνῆλθεν ὁ ἀνόητος κ’ἐπείσθη
    μέ τῶν Ἑλλήνων τ’ ἄθεα τά λόγια.
    [1896]
    Ἀπό τήν Συλλογή
    «Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ
    ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
    (1877-1923)



  6. Ἀπό τήν Συλλογή
    «Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ
    ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
    (1897-1933)
    ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
    Ὁ βασιλεύς κύρ Μανουήλ ὁ Κομνηνός
    μιά μέρα μελαγχολική τοῦ Σεπτεμβρίου
    αἰσθάνθηκε τόν θάνατο κοντά. Οἱ ἀστρολόγοι
    (οἱ πληρωμένοι) τῆς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν
    πού ἄλλα πολλά χρόνια θά ζήσει ἀκόμη.
    Ἐνῶ ὅμως ἔλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος
    παληές συνήθειες εὐλαβεῖς θυμᾶται,
    κι ἀπ’ τά κελλιά τῶν μοναχῶν προστάζει
    ἐνδύματα ἐκκλησιαστικά νά φέρουν,
    καί τά φορεῖ, κ’ εὐφραίνεται πού δείχνει
    ὄψι σεμνήν ἱερέως ἤ καλογήρου.
    Εὐτυχισμένοι ὅλοι πού πιστεύουν,
    καί σάν τόν βασιλέα κύρ Μανουήλ τελειώνουν
    ντυμένοι μές στήν πίστι των σεμνότατα.
    [1915]
    ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΑΦΟΣ
    Ἐδῶ δέν εἶμαι ὁ Κλέων πού ἀκούσθηκα
    στήν Ἀλεξάνδρεια (ὅπου δύσκολα ξιπάζοναι)
    γιά τά λαμπρά μου σπίτια, γιά τούς κήπους,
    γιά τ’ ἄλογα καί γιά τ’ ἁμάξια μου,
    γιά τά διαμαντικά καί τά μετάξια πού φορούσα.
    Ἄπαγε˙ ἐδῶ δέν εἶμαι ὁ Κλέων ἐκεῖνος˙
    τά εἰκοσιοκτώ του χρόνια νά σβυσθοῦν.
    Εἶμ’ ὁ Ἰγνάτιος, ἀναγνώστης, πού πολύ ἀργά
    συνῆλθα˙ ἀλλ’ ὅμως κ’ ἔτσι δέκα μῆνες ἔζησα εὐτυχεῖς
    μές στήν γαλήνη καί μές στήν ἀσφάλεια τοῦ Χριστοῦ.
    [1917]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου