Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Ιππολύτου Εκκρεμότητα


Πλέον θα μπορείτε να παρακολουθείτε το Ἀναγράφω και από την σελίδα του στο facebook

α.α.

Αθανάσιος Αλεξανδρής

Ιππολύτου Εκκρεμότητα

Ανασαίνει. Ο αγέρας έχει ακόμη
αυτή την χωική, την γήινη ευωδία
θαρρείς γης και ουρανού
η ερωτική η αχνότη είναι:

Ίσως τελικά του Κρόνου η άρπη
ποτέ να μην υπήρξε – ουτέ
η αλιγενή και ανίκητη Κυπραία-
και Ουρανός και Γη να μείναν έτσι
πάντα ένα.


Δεν το κατάλαβε πως έγινε όμως. Όχι.
Μια τόσο γελοία ατυχία
τ᾽αλόγου ο φόβος αχαλίνωτος να μείνει
και τα λουριά του τέθριππου
ο μαύρος Άδης ευθύς να αρπάξει.

Καμιά κατάρα όμως, καμιά φτηνή δικαιολογία.
Κανενός θεού αρά –πόσο θα βόλευε!
Το ξέρει μέσα του καλά.
Ήταν απλώς μια άθλια ατυχία...



Ανασαίνει. Αργά. Ανασαίνει.

Ανασαίνει και η γής μαζί του,
χάδι ζεστό στο γδαρμένο προσωπό του.
Έτσι τόσο κοντά του την νοιώθει αυτή την ώρα
καθώς αγγίζει το πληγωμένο το κορμί του
-τέτοιες θωπείες, βλέπεις, δεν είχε λάβει
το νεανικό του προικισμένο σώμα.

Και αν η Άρτεμις η θεία το τόξο του οδηγούσε,
των θηραμάτων τρόμος δεινός τα άφευκτα βέλη,
και αν ακόμα το στόμα του δεν εγνώρισε παρά
της σωφροσύνης μεστωμένους λόγους,
της ζωής τον σκύφο μηδέποτε τα χείλη αγγίξαν τον χρυσό
- δεν πρόλαβαν-
και ας αδιανό τον βλέπει τώρα,
χωή αθέλητη στα βαθυπόρφυρα τα βράχια.


«Aλίμονο σε μένα, ο δύστυχος
πως σαν τσακισμένο αγριοέλαφο,
ο άτυχος, σφαδάζω;... αργοσβήνω.

»Τι ειρωνία; Οι σαΐτες μου αγρίμια αμέτρητα
στα δάση ετούτα θανατώσαν.
Τα μάτια τους τα είδα όμως πάντοτε θολά·
αποζητούσαν σωτήρια μόνο χάρη, στερνή,
μια μαχαιριά, από τον πόνο.
                                                                                                            
»Αλλά, όχι, οι πληγές δεν με πονούν
ουτε η σκισμένες αγνές μου σάρκες.
Πόσο με σφίγγει όμως ο θάνατος,
-με πνίγει, μου θρυμματίζει την ψυχή,
η σκορπισμένη παντοτινά η νιότη·
οι ανεκπλήρωτοι λόγοι,
τα απάτητα όρια των ονείρων...

» Ω, εσείς, χθόνιοι θεοί
πείτε μου και μην περιφρονείτε! –δια εσάς
το παρθενικό μου αίμα πλέον στο χώμα χέει.
Γιατί;
Δεν είναι η ζωή κάποιο άθλιο σατύρου αστείο».




Και αν απάντηση δεν άκουσε
παρά το θρόισμα το φύλλων,
καθώς χορεύουν τα κλαδιά στο άμετρο του αέρα κύμα,
και αν τα μάτια ασφάλισε
-ανόθευτη η σκέψη-
στο θάμβος του ανέσπερου ήλιου,
όραμα είδε στερνό, εικόνα, τον γερασμένο εαυτό του.

[Φορούσε πουκάμισο λευκό,  λευκό σαν τα μαλιά του
κοστούμι μοχέρ, στον δεξιό καρπό ρολόι χρυσό,
κοκάλινα γυαλιά στο αυλακωμένο προσωπό του
-ζωγραφισμένες χρόνων οι πληγές και αστοχίες].

Στα μάτια μοναχά αναγνώρισε τον εαυτό του
που με πόνο ακόμη ρωτούσαν
αυτό το ύστατο, το βάναυσο «Γιατί




Πικρή η σιωπή.                                                                  
Ο αγέρας ακόμα ανασαίνει.
Τα φύλλα χορεύουν.
Αργά ανασαίνει· της γης η ερωτική αχνότη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου